Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

ΗΛΘΑ ΝΑ ΣΕ ΔΙΔΑΞΩ, ΑΝΘΡΩΠΕ, ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ

(Βιβλίο: ΤΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ Κεφ. 14)

Εγώ σου λαλώ, Άνθρωπε, πέρα από τα γεγραμμένα, τα οποία σου καταμαρτυρούν αυτό ακριβώς το οποίον μαρτυρώ και φανερώνω ενώπιόν σου. Μάρτυς μου ο Θεός, ότι κατήλθον εις την ύλην και εμφανίστηκα γυμνός ενώπιόν σου, μη κατέχων ουδέ σπιθαμήν εδάφους της Γης, ουδέ χρυσίον και άργυρον, ουδέ ενδύματα και κο­σμήματα χλιδής και πολυτελείας, άτινα ικανοποιούν τον ανθρώπινον εγωισμόν και φιλαυτίαν.

Και λέγω ακόμη προς εσέ, Άνθρωπε, ότι ασθενής ήμουν και δεν ήλθες να με δεις, ασθενής ήμουν και κατάκειμαι εισέτι εκ της αναλγησίας σου, Άνθρωπε, εκ της έλλειψης Αγάπης, εκ του υπερυψωμένου εγώ σου, από την διαχωριστικότητα της πλάνης σου, και ουδέ κατηξίωσας βλέμμα Αγάπης, ουδέ εμερίμνησες διά την διατροφήν μου, ουδέ εμερίμνησες διά την ανακούφισιν εκ των πόνων μου. Σε αθλιότητα ευρισκόμενος και περιπατών με σκυμ­μένη την κεφαλή, σε συνάντησα, Άνθρωπε, και δεν με κατεδέχθης, δεν μου έδωσες το χέρι σου, δεν με ενίσχυ­σες, αλλά παρέμεινες με τους πάγους της αδιαφορίας σου να περιβάλλουν την καρδιά σου, με τον διαχωρισμό που δεν σημαίνει αγάπη, που δεν περιέχει αγάπη, αλλά «εγώ» υπερτροφικό, και με ενέδυσες πολλές φορές, θέλοντας να μου παρουσιάσεις την ελεημοσύνη σου, με τα ράκη σου, εκείνα τα οποία σου ήταν άχρηστα, εκείνα τα οποία όφειλες να απορρίψεις. Και κατέχεσαι από υπερηφάνεια και εγωισμό ότι ήλθες αρωγός στην δυστυχία μου, στην ανέχειά μου, και πιστεύεις ότι ήλθες αρωγός στον Αδελ­φόν σου, διά τον οποίον έλαβες την εντολήν ν’ αγαπάς ως τον εαυτόν σου. Εδίψασα και δεν μου έδωσες να πιω από το νερό της ύπαρξης, από εκείνο το νερό που κατά την γνώμη σου ήτο διά τους ολίγους εκλεκτούς, και δεν μου έδωσες να φάγω, ειμή μόνον από τα απορρίμματά σου, άτινα προορίζονταν διά τους κύνας και τους εκτρέφοντας χοίρους.

Αρέσκεσαι να εισέρχεσαι εις τους Ναούς Μου χρυσο­στολισμένος, φέροντας ψιμύθια και ακριβά κοσμήματα και χρυσόν και βραχιόλια εις τα χέρια σου, και ανάπτεις κηρόν προ της Εικόνος Μου ή προ της Εικόνος της Μητρός Μου και κύπτεις μέχρι του εδάφους, ως προ των ποδών Μου, παρουσιάζοντας την ταπεινοφροσύνην σου δήθεν και την πίστιν, ήτις σε κυριαρχεί. Αλλ’ ου γνωρίζεις την αλή­θειαν, Αδελφέ Άνθρωπε, εις το βάθος αυτής, ουδέ ηξίωσας από τον εαυτόν σου να φροντίσει διά την εσωτερικήν του ένδυσιν εκ του Φωτός, το οποίον θα εσυσσώρευες εάν ηκολούθης της Σοφίας τας διδασκαλίας, τας οποίας εξ Εμού παρέλαβες, και αναμένεις έχοντας ήσυχην την συνείδησιν, την καλυμμένην σου συνείδησιν, να έλθει η ώρα της ανταπόδοσης των ευγενικών σου πράξεων, των πράξεων εκείνων που κατά πολύ αραιά διαστήματα επέδειξες ως πράξεις αλτρουισμού και αγάπης.

Όμως, Άνθρωπε, ευρίσκεσαι εν δικαίω ακολουθών­τας την πορείαν αυτήν; Ακολουθείς την διδασκαλίαν του Τελείου και Αφθάστου Διδασκάλου όλων των εποχών και όλων των αιώνων; Ουδέποτε ηκολούθησες την διδασκα­λίαν της Αγάπης, διότι εάν ηκολούθης την διδασκαλίαν της Αγάπης, ήθελες δώσει, ουχί εκ των πλεονασμάτων σου ή εκ των αχρήστων απορριμμάτων σου, αλλά θα ήσουν ευτυχής εάν έδιδες εκ του υστερήματός σου, ως λέ­γει η παραβολή Μου περί του διλέπτου της χήρας. Εγώ ειμί ο ανταποδίδων πάσαν προσφοράν εις οιονδήποτε μέγεθος, οιανδήποτε πράξιν αδελφότητος, οιανδήποτε πράξιν, η οποία καταδεικνύει ότι εντός σου, Άν­θρωπε, υπάρχει το Έλεος, το οποίον σε εδίδαξα, διά τον Ένα Εαυτόν σου.

Και όμως αναμένεις ανταμοιβή των αναξίων έργων σου, των έργων της υποκρισίας, των έργων της πλάνης σου, και αναμένεις από τον Δικαιοκρίτην Θεόν να σου πα­ραδώσει τας κλείδας της Βασιλείας Του, διά να επιβασιλεύσεις ως δίκαιος, ως ψυχοσωτήρ.

Απέχεις πολύ ακόμη από την Διδασκαλίαν Μου, απέ­χεις πολύ από του να κατανοήσεις το βάθος της Διδασκα­λίας την οποίαν σου εδίδαξα και το βάθος της Ουσίας, η οποία εμπεριέχεται εντός σου. Γι’ αυτό ήλθα εκ νέου επί της Γης και Μάρτυς Μου ο Θεός Πατέρας, Όστις ευλό­γησε την εκ νέου Παρουσία Μου επί της Γης. Ήλθα διά να σε διδάξω, Άνθρωπε, ουχί την επίπλαστη επιφα­νειακή αγάπη σου και την προσφορά τής δήθεν ελεη­μοσύνης σου, αλλ’ ήλθα διά να σε διδάξω εμπράκτως, την περίοδο αυτή, την Τέλεια Αγάπη, την Αγάπη την Αγιάζουσα τα όντα, την Αγάπη που μεταμορφώνει τις υποστάσεις, την Αγάπη που κοσμεί τις υποστάσεις, που τις βοηθάει να εκδηλώσουν την Θεία Τελειότητα της Ανάρχου Αγάπης επί της Γης προς κάθε κατεύθυν­ση, χωρίς ν’ αναμένουν ανταμοιβή. Διότι η προσφορά της Αγάπης, για να είναι ανιδιοτελής και να καταλογισθεί ως προσφορά σου Αγάπης αληθινής, δεν πρέπει να περι­μένεις την ανταπόδοση.

Με υμνείτε στους Ναούς Μου, Με υμνείτε στα σχολεία, όπου διδάσκεται η Παρουσία του Λόγου Χριστού επί της Γης, Με υμνείτε πολλάκις στις ατομικές σας προσευχές, όπου επικαλείστε την Αρωγή και την βοήθειά Μου, Με υμνείτε και εις ενίας συγκεντρώσεις τών πλέον εξ υμών προχωρημένων, αλλά, Άνθρωπε, ο Θεός Ανενδεής, τι να κάνει τις υμνωδίες και τους ψαλμούς σου, που είναι υμνωδίες και ψαλμοί των χειλέων σου και όχι της Ου­σίας σου, που είναι ψαλμοί και υμνωδίες εξωτερικές και δεν περιέχουν αγάπη, δεν περιέχουν το Θείο Με­γαλείο της Αγάπης που εδίδαξα;

Ίνα τι Με δοξολογείτε; Ίνα τι Με υμνείτε εκ του μακρόθεν μη πλησιάζοντάς Με, ανάπτοντες κηρία; Διά ποίον λόγον, Αδελφέ Άνθρωπε, Μου ανάπτεις κηρία; Υπάρχει γραμμένο στις Γραφές Μου το άναμμα των κηρίων Ενώπιόν Μου; Και γιατί δεν χρησιμοποιείς τα τάλαντα, τα οποία ξόδεψες για να Μου φέρεις κηρία και άχρηστα αφιε­ρώματα, τα οποία δήθεν καταδεικνύουν την πίστη σου Ενώπιόν Μου, γιατί δεν προσέφερες αυτά εις τον έχοντα ανάγκη πλησίον αδελφόν σου, αλλά κομπάζεις, ότι Μου προσέφερες λατρευτικά μέσα και λατρευτικά αφιερώματα και λατρευτικές υμνωδίες, διά να έχεις την Συνείδησή σου ήσυχη, διά να σε κατατάξω μεταξύ των αγαθών Μου προ­βάτων; Μα, Άνθρωπε, είσαι βέβαιος ότι ακολουθείς τις Εντολές Μου; Είσαι βέβαιος ότι ακολουθείς την Διδασκα­λία Μου, και όχι την πλάνη σου, τις πλανημένες ιδέες σου, την πεπλανημένη ερμηνεία της Θείας Μου Διδασκαλίας;

Και πώς θέλεις να σε ανταμείψω; Με το Φως Μου; Με την Αγάπη Μου; Πώς θέλεις να σε στολίσω; Να σε στολίσω με την προσφορά που έκανες; Γιατί έτσι στολί­ζω τους Ακολούθους Μου, τους ενδύω με την αγάπη που προσφέρουν, τους ενδύω όχι με τα αφιερώματα της πλά­νης, αλλά με τα αφιερώματα εκείνα που προσέφεραν εις τον έχοντα ανάγκη πλησίον αδελφόν.

Θέλεις αληθινά να σε ενδύσω με τα ράκη που προσέφερες, ή τα απορρίμματα της πλάνης σου; Ή θέλεις να σε ενδύσω με το Φως και την Αγάπη Μου; Θέλεις να σε κο­σμήσω με ένδυμα Αγάπης και χιτώνες λευκούς και να σου δώσω τον Αμάραντον Στέφανον;

Αμήν, αμήν λέγω προς εσέ, Άνθρωπε, ότι πάντα όσα έχω, δι’ εσέ τα προορίζω.

Αληθώς, αληθώς σου λέγω, Άνθρωπε, ότι τα αγαθά Μου Απεριόριστα, τα οποία δεν δύνανται να καταστρα­φούν, αλλά τα απονέμω εις τους Εκλεκτούς εκείνους οι οποίοι Με ακολούθησαν στην πορεία της Ανάστα­σης του Ανθρώπου. Τα αγαθά Μου και τις διακρίσεις Μου τα προορίζω για τα πνεύματα και τις ψυχές που Μου αφιέρωσαν σε πολλές καταβάσεις την ύπαρξή τους, τη ζωή τους, για να τη διαθέσω υπέρ εκείνων που τους αποκαλείτε αμαρτωλούς και πένητες. Αυτούς αμείβω. Εκεί­νους που διέθεσαν και τον υλικόν τους πλούτον και τις γνώσεις τους και τις ώρες της διασκέδασής τους, και την ψυχή των την ίδια αφιέρωσαν στην εξυπηρέ­τηση των χωλών και των τυφλών, των αστέγων και των αδαών.

Ειρήνη υμίν, ελάλησα επί της Γης ευρισκόμενος. Άν­θρωπε, ετήρησες την ειρήνην την οποίαν σου παρέδωσα, την οποίαν σου εδίδαξα, την οποίαν σε ενουθέτησα να τη­ρείς; Ετήρησες την ειρήνην αυτήν στην οικογένειά σου, στον πέριξ κύκλο των συγγενών και αδελφών σου; Εις το χωρίον σου, στην πόλιν σου, στο Έθνος σου, μεταξύ των ετέρων Εθνών; Ετήρησες την εντολήν Μου; Μα πώς θα τη­ρήσεις την ειρήνη, η οποία εμπεριέχεται στην Αγάπη, εάν δεν αγαπάς; Πώς είναι δυνατόν να τηρήσεις την αγάπη, όταν έχεις υψώσει το εγώ σου και προσβλέπεις μόνο στον εαυτόν σου, διά να του ικανοποιήσεις τις επι­θυμίες; Να τον προβάλεις σε περίζηλον κατά την γνώμη σου θέση στην Κοινωνία; Αλλά, Άνθρωπε, συμβιβάζονται πάντα ταύτα με τον Θεόν, όν επικαλείσαι; Υπάρχει δεσμός τις ο οποίος σε ενώνει με τον Θεόν, τον οποίον υποτίθεται ότι λατρεύεις; Ποίον είναι το κοινόν σημείον της επα­φής σου, Άνθρωπε, με τον Λόγο Χριστό; Εις ποίον ση­μείον είναι δυνατόν να συγκρίνεστε και να ενώνεστε μετά του Θεού; Έχετε σχέσεις με τον Θεόν Δημιουργόν του Παντός, ή όχι; Είσαστε σκώληκες, ως πολλάκις ισχυρίζε­στε, εννοούντες ότι διά της χρησιμοποιήσεως των λόγων τούτων επιδεικνύετε την ταπεινοφροσύνην σας; Υπάρχει σύνδεσμος, Άνθρωπε, μεταξύ εσού και του Πατέρα;

Ο Πατήρ, λέγουν οι Γραφές, τόσον αγάπησε τον Κό­σμον και τον Άνθρωπον, διότι Κόσμος και Άνθρωπος είναι Ένα, ώστε τον Υιόν Αυτού τον Μονογενή απέστειλε στη Γη, ίνα θυσιάσει Αυτόν, διά να άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Αληθώς σου λέγω, Άνθρωπε, ότι ο Θεός Αγάπη εστί, ως είναι γεγραμμένον. Συγκοινωνείς μαζί Του, με την Υπόστασιν η οποία ζει και διαβιοί εντός σου, με την Θείαν Ουσίαν, και εντέλλεσαι και καλείσαι όμοιος Αυτώ να καταστείς;

Εισερχόμεθα εις Νέους κυματισμούς Φωτός, εις Νέους κυματισμούς Αγάπης, εις Νέους κυματισμούς Θείας Χάριτος και Αρμονίας, εις Νέους κυματισμούς διάχυσης Αγάπης επί της Ανθρωπότητος. Σε πολλαπλές θυσίες του Ενός Ενιαίου Λόγου, διά να περιφρουρήσει την υπόστασίν σου, Άνθρωπε, διά να δημιουργήσεις εστίες Πυρός επί της Γης και να σε βοηθήσει να λάβεις οδηγίες και διδα­σκαλίες κατάλληλες, για να μπορέσεις και συ να εισέλθεις κατά την Βούλησιν του Θεού και να περιπατήσεις επί της οδού, την οποίαν ο Α και Ω διήνοιξε και ήτις αποκαθιστά την σχέσιν Θεού και Ανθρώπου. Ήλθον να σε διδάξω, Άν­θρωπε, ήλθον να σε διδάξω και να σου αναπτύξω τα ρή­ματά Μου, διότι η ανάπτυξίς σου η Πνευματική, την περίο­δον αυτήν, και το κατερχόμενον και διαχεόμενον Φως Μου θέλουσι σε επιβοηθήσει εις την αναγωγήν σου.

Ήλθον να σε διδάξω εκ νέου. Όχι να σε διδάξω με­τριότητες, αλλά την Τελειότητα του Είναι, την Τελειότητα την οποίαν έδωκα εις εσένα, ίνα Μοι προσομοιάσεις. Ήλθον να σε διδάξω και να σε βοηθήσω να εισχωρήσεις εις τας Απεί­ρους εκφάνσεις της Αγάπης Μου. Ήλθον κρατών σε εκ της χειρός Μου να σε βοηθήσω να περιπατήσεις επί της μίας και μοναδικής οδού, την οποίαν σου κατέδειξα και εξακολουθητικώς σου καταδεικνύω. Είναι η οδός των στε­ρήσεων των υλικών απολαύσεων. Είναι η οδός της υποτίμησης μέχρις εξαφανίσεως του εγώ σου. Είναι η οδός της διάχυσης της Αγάπης, η οδός της ταπει­νοφροσύνης, η οδός του πόνου και της θλίψης, την οποίαν μόνον οι δυνατοί δύνανται ν’ ανεβούν. Δεν έδωκα εντολές να Με αναμένετε καθήμενοι, τρώγοντες και παίζοντες, διασκεδάζοντες τον καιρόν της ανίας σας, αλλά έδωκα εντολές, και επαναλαμβάνω το αυτό την ώραν αυ­τήν: Να αγαπάτε αλλήλους, να εκπορεύετε Αγάπη, να σπείρετε εκείνο το οποίο θέλετε να θερίσετε, έδωκα εντολές να περιπτύσσεσθε αλλήλους, να βαστάζετε αλλήλων τα βάρη, έδωκα εντολές να προσομοιάσετε με το Υπόδειγμα, τον Οδηγόν και Διδάσκαλον, Όστις συγκατετέθη να κατέλθει μέχρις υμών, για να σας βοηθήσει εν τη Μεγαθυμία Του να ανέλθετε μέχρις Αυτού.

Εγώ διδάσκω, Αδελφοί, ο Λόγος, ο παραπονούμενος ενώπιόν σου, Άνθρωπε, διά την αδιαφορίαν σου, διά την έλλειψιν παντελώς στοργής και ενδια­φέροντος διά τον εαυτόν σου και διά τον αδελφόν σου. Εγώ είμαι ο Διδάσκαλος. Ο ταπεινός Διδάσκαλος της Αγάπης, ο ταπεινός Διδάσκαλος των πτωχών, τους οποίους ουδέποτε κατέκρινα. Εγώ είμαι ο Διδάσκαλος των Τελωνών και των πορνών, τις οποίες ενηγκαλίσθην, διά να καταδείξω ότι ουδένα διαχωρίζω, ουδέ οι αμαρτίες ουδενός ανθρώπου δύνανται να Με παρεμπο­δίσουν να πλησιάσω αυτόν και να τον εναγκαλισθώ.

Ήλθον εκ Νέου, Αδελφοί αγαπημένοι, ίνα προσφέ­ρω Εαυτόν εις θυσίαν διά την Νέαν ανύψωσίν σου, διά την Ανάστασίν σου και την ελευθερίαν σου εκ της ύλης. Ήλθον φανερώσαι τα άδηλα και τα κρύφιά σου, Άν­θρωπε, τις παραβάσεις των Νόμων Μου. Ήλθον εξαφανίσαι την αθλιότητα του εγώ, την αθλιότητα του διαχω­ρισμού, την αθλιότητα των πιστευόντων ότι είναι μεγάλοι και δυνατοί. Ήλθον συντρίψαι το Κατεστημένον της πλά­νης αιώνων, ήλθον αναδείξαι Δασκάλους και Κήρυκες νο­μοταγείς, οίτινες δεν θα έχουν περιορισμούς στον νου και την καρδίαν αυτών, και θέλω λαλήσει δι’ αυτών στην αν­θρωπότητα τις Νέες Εντολές Μου, οι οποίες δεν ακυρώ­νουν ουδεμίαν παλαιάν, αλλά οι Νέες εντολές Μου είναι οι καινούργιες διδασκαλίες και οδηγίες Μου.

Καταστείτε, Αδελφοί, όπως Εγώ εξήγγειλα, ότι ουδέ άρσεν ή θήλυ, ουδέ Ρωμαίος ή Ιουδαίος αλλά πάντες Έν εσμέν, τέκνα του αυτού Θεού, ομοούσια προς τον Πατέρα. Και νυν λέγω υμίν, καταστείτε πιστοί, ίνα αναγάγω υμάς εις αγιότητα και Χριστότητα, ίνα αναγάγω υμάς εις την Θεότητα του Λόγου.

Καταστείτε πιστοί και αληθείς, ίνα την Αγάπην Μου ενδυθείτε και την Αλήθειάν Μου διασαλπίσετε και διδάξε­τε. Καταστείτε πιστοί και αληθινοί ακόλουθοί Μου, ίνα ει­ρήνην έχετε και ειρήνην διδάσκετε και ειρήνην διαδίδετε και ουχί την πλάνην των μεμονωμένων συμφερόντων και ατομικών επιδιώξεων και φιλοδοξιών.

Αναχθείτε εις τους Κόσμους του Φωτός και της Δόξης Μου, ίνα οδηγήσω υμάς εις το ενδιαίτημά Μου, και ενδιαίτημά Μου είναι το Άπειρον, το Άπειρον Μεγαλείον το οποίον ο Θεός εδημιούργησε διά την εξάσκησίν σας, διά την Θέωσίν σας.

Έλθετε προς Με και εναγκαλισθείτε Με, ίνα καγώ εναγκαλισθώ υμάς μετά πλείονος Αγάπης και ανωτέρας ποιότητος κραδασμούς. Έλθετε προς Με και δώσατέ Μου τας χείρας σας, ίνα δι’ αυτών περιπτύξω τον πλησίον σας και ίνα οι χείρες σας, προέκταση των χειρών Μου επί της γης, καθοδηγήσουν τυφλούς και χωλούς εις την οδόν της Δόξης, εις την οδόν του Φωτός, της Αγάπης και της Ανά­στασης.

Έλθετε προς Με με Αγάπην. Δεν θέλω χειροφιλήμα­τα, ουδέ θέλω εδαφιαίες υποκλίσεις προ των ποδών Μου, για να Μου καταδείξετε την πίστη και την αφοσίωσή σας. Θέλω να δύναστε να Με ενατενίζετε με ανοιχτούς οφθαλ­μούς, ως Αδελφόν σας, ως τον γηραιότερο Διδάσκαλο, ο οποίος ήλθε με τον σκοπό αυτόν, να καταδείξει εκ νέου την οδόν ουχί της διαφθοράς ή της πλάνης, αλλά την οδόν της ένωσης, την οδόν της Ανάστασης του Είναι σου, Άν­θρωπε!

Ομολογώ τον Πατέρα Μου, τον Άπειρον, τον Πανταχού Παρόντα, τον Άπειρον Λόγον Δημιουργόν, τον εν τω Πατρί υπάρχοντα και εκ του Πατρός εκπορευόμενον. Διαλαλώ και διασαλπίζω την Ενότητά Μου μετά του Θείου Ανάρχου, Αχράντου, Υπέρτατου Θείου Λόγου Δημιουργού, του διαχέοντος την Αγάπην Αυτού και διασκορπίζοντος το Φως Του εις πάντας υμάς. Ομολογώ την Ανάστασιν του Ανθρώπου - Θεού και την επαναφοράν του εις τους Πατρικούς Κόλπους. Ομολογώ τον Νέον Διδάσκαλον, τον Λόγον - Ιωάννην - Χριστόν τον αναφαινόμενον την περίοδον αυτήν, κατά την Θείαν Πατρι­κήν Βουλήν, ως Εντολοδόχον του Πατρός και του Λόγου - Χριστού, ενοποιημένου μετ’ Αυτού, όστις, φέρων την δε­ξιάν του Πατρικού Λόγου, Ευλογεί πάντας υμάς διά της Πατρικής Ευλογίας του Θείου Πυρός της Αγάπης. ΑΜΗΝ.

Άνθρωπε, όστις λέγεις ότι Με αγαπάς, με ποίον τρόπον Μού κατέδειξες την αγάπην σου; Με ποίον τρόπον Μ’ εβοήθησες υπάρχοντα στα σκηνώματα όλων των ανθρώπων; Με ποίον τρόπον Μ’ εβοήθησες να φανε­ρωθώ και να εξωτερικευθώ εις την ύλην; Με ποίον τρόπον Μου ανταπέδωσες την θυσίαν Αίματος, την προσφοράν της Αγάπης Μου επί του Σταυρού του Μαρτυρίου; Πώς Με ενηγκαλίσθης, Άνθρωπε; Εγώ επί του Σταυρού εξέ­τεινα τας χείρας Μου απεριορίστως και ενηγκαλίσθην τα Σύμπαντα. Έθεσα τα Σύμπαντα και πάσας τας υποστά­σεις εις την Αγκάλην Μου.

Εγώ Ειμί το Φως του Κόσμου, Εγώ Ειμί ο Διδά­σκαλός σας. Εγώ Ειμί ο διαχέων το Φως και την Αγά­πην του Κόσμου και παντός Κόσμου. Το Φως Μου ουκ εστί Φως υλικόν, αλλά Φως Πάναγνον, Πάλλευκον, Αυθύπαρκτον, Καταυγάζον και ωραιοποιούν τας υποστάσεις. Τίνι τρόπω, Άνθρωπε, Μου κατέδειξες ότι Εγώ και εσύ συμπορευόμεθα, ή ότι εσύ ακολουθείς τα ίχνη των ποδών Μου; Ποίον άνευ ιδιοτελείας εθώπευσας, πέραν του συγγενικού σου περιβάλλοντος, το οποίον και οι αδαείς και οι κακούργοι και οι άστοργοι αναγνωρίζουν; Ποίον ενηγκαλίσθης, πέραν των προσωπικών και ατομικών σου φίλων, τους οποίους στυγνοί κακούργοι αναγνωρίζουν και εναγκαλίζονται;

Ανεγνώρισες και ενηγκαλίσθης τον Αδελφόν Μου; Διότι πας όστις ενηγκαλίσθη τον Αδελφόν Μου και παρέσχε αυτώ την αγάπην του και εκ του υστερήματος αυτού προσφοράν, αυτομάτως ευρίσκεται εις την Αγκάλην Μου, εναγκαλιζόμενος μετ’ Εμού και ανερχόμενος εις τα ύψη της κλίμακος εκείνης, ήτις οδηγεί εις το ενδιαίτημά Μου, εις την Βασιλείαν Μου, Εντός του Λόγου - Χριστού, Εντός του Θείου Πατρός. Σε Ευλογώ, Άνθρωπε, να έλθεις σε επίγνωση του εαυτού σου, σε ευλογώ, Άνθρωπε, και εντυπώνω τα ρήματα του πόνου που έχω για σένα, Άν­θρωπε, του πόνου που Μου δημιουργεί η συμπεριφορά σου, τυπώνω τον πόνον Μου, την θλίψη Μου και τα ρήματα της Αγάπης Μου μέσα στο Είναι σου, να παλμοδονούνται αενάως για να σου υπενθυμίζουν ότι Εγώ μετά Σου, ότι Εγώ ευρίσκομαι Παρών εις το κάλεσμα του Πατρός Μου, έτοιμος να θυσιάσω εκ νέου το σκή­νωμά Μου, την Υπόστασή Μου, για να σε αναδείξω Χριστόν εν σαρκί, περιπατούντα, διδάσκοντα και ευλογούντα. ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ.

Μητέρα Ελισάβετ, σ’ έφερα κοντά Μου όχι για να κλαις, σ’ έφερα κοντά Μου για να γίνεις πάλι η Μητέρα Μου, αλλά την φορά αυτή η Μητέρα του Λόγου - Ιωάννη - Χριστού.

Παρακαλώ την Θεία σου ψυχή να τηρήσει τις διδασκα­λίες Μου για να μπορέσεις όχι να αγιάσεις, γιατί αγιότητα ήδη φέρεις, αλλά να γίνεις Αγάπη, Μία Συμπαντική Μη­τέρα, Ευρισκόμενη μέσα στην Πανταχού Παρουσία του Γιου σου, μέσα στην Πανταχού Παρουσία του Πατέρα, μέσα στην Πανταχού Παρουσία σου.

Σε ασπάζομαι με όλη την Αγάπη Μου. Με όλη την Αγάπη Μου ενώνω το χέρι σου το δεξί με το δικό Μου και με άδεια Πατρική σού δίνω την Χάρη να μεταφέρεις την Ευλογία του Πατέρα πάνω στη γη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: