Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

(Βιβλίο: ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ Κεφ. 24)

Ευρέθην εν τω απείρω ωκεανώ της Γνώσεως, διαχεόμενος εις τας αβύσσους των αχανών εκτάσεων των κό­σμων, περιλαμβάνων εν Εαυτώ τας σφαίρας και τα πεδία εις α εκδηλούται άπασα η Δημιουργία. Μη δυνάμενος ίνα απευθύνω ερώτησιν, διότι ουδείς ευρίσκετο έξωθεν Εμού, ανερωτήθην εις ποίον τόπον και χρόνον ευρισκόμην.

«Εν Εμοί», ήτο ως σκέψις η απάντησις. Τίς όμως απήντησεν εις την ερώτησίν μου; Η κατάφασις ήτο ταυ­τόχρονος μετά της ερωτήσεως και ούτω κατενόησα: Φέ­ρω εν Εαυτώ άπασαν την Δημιουργίαν, ο Εαυτός πε­ρικλείει και Εμέ τον Ίδιον τον περιέχοντα την Κτίσιν.

Εσκέφθην: Εγώ Ειμί η Δημιουργία, Εαυτός δε εστίν ο Πατήρ ο Δημιουργήσας Με. Και η Κτίσις άπασα Εγώ Ειμί, διότι κατέχω πάσας τας εκδηλώσεις, μορφικάς και μη, τουτέστιν Εγώ Ειμί ο Θεός εν τω Θεώ τω Ζώντι και αεί υπάρχοντι εν Εμοί ως Εαυτός και Πνεύμα Άγιον, ουδέποτε εσβεσμένον, αλλά αεί καιόμενον Πυρ, Αναλλοίωτον και Άφθαρτον, πριν ή καταστή ορατόν διά παν κτίσμα Αυτού.

Όμως Ειμί αδρανής, διότι πάντα τα έργα τα επί της γης ουκ έργα Θεού εισίν, αλλά έργα ανθρώπου εκ της αγνοίας προερχόμενα και της πλάνης, ουχί εκ των αλη­θών δυνάμεών μου, ας έθεσα εις την υπηρεσίαν του πεπε­ρασμένου τούτου Κόσμου, των φθαρτών υλικών και του βραχέος βίου.

Εσκέφθην να κινηθώ: Πού όμως να υπάγω; Ο πε­περασμένος νους δεν ηδύνατο να συλλάβει την Απειρότητά Μου. Κατενόησα τότε ότι εσκέφθην να κινηθώ, διατηρών τας εν τη ύλη φέρων συνηθείας. Κατενόησα ακόμη ότι η κίνησις εις τον βραδέως εξελισσόμενον τού­τον υλικόν κόσμον ανήκει. Όμως Εγώ ουκ έχω χρείαν τοιαύτης λειτουργίας, εφ’ όσον κατέχω πάντα τα κτίσματα εν εαυτώ, διότι Εγώ Ειμί η Κτίσις του Θεού του Ζώντος και εσαεί υπάρχοντος.

Ο Πατήρ άμα και Εγώ, Εγώ δε άμα και ο Πατήρ, όσον εν τω Πατρί ζω. Μακράν του Πατρός ουκ έχω ζωήν, ειμή μόνον μίαν ελαχίστην σπίθα αυτής, ήτις μοι επιτρέπει ίνα μη αποθάνω παντελώς.

Εσκέφθην πάλιν. Ειμί Άπειρος, διότι κατέχω την Απειρότητά Μου. Πόσον Άπειρος εστίν ο Πατήρ, εφ’ όσον κατέχει Με; Κατενόησα. Το Μέγα Άπειρον κατέχει το μικρόν, ούτω και το μείζον τμήμα της Αληθείας κα­τέχει το μικρότερον αυτού, το φέρον την ιδίαν Αυτού Ουσίαν.

Κατάφασις. Ποσότης άμα και ποιότης, διότι η Αλήθεια Μία εστίν, η Αλήθεια του Πατρός. Ου δύναται, λοιπόν, η Αλήθεια ίνα αντίκειται εις τον Ομοούσιον Αυτής Εαυ­τόν. Πληρότης. Ομοούσιος εστίν ο Εαυτός, Εαυτός δε η Ομοουσιότης. Πάσαι αι εκδηλώσεις, μορφικαί ή μη, Ομοούσιαι του Πατρός εισίν. Εγώ δε, εν τω Πατρί Ειμί και ο Πατήρ εν Εμοί και την Απειρότητα Αυτού ου δύ­ναμαι εισέτι κατανοήσω παντελώς.

Αφέθην εις την Ροήν. Αι σκέψεις πλέον εξηφανίσθησαν. Πλήρης σιωπή, πλήρης κατανόησις, διαρκής κατάφασις. Το Αχειροποίητον χαώδες Όλον, το δημιουργηθέν εκ της εκδηλώσεως του Υπερτάτου και Αφθάστου εις την Τελει­ότητα Δημιουργικού Λόγου τού εκ του Πατρός Γεννηθέντος, ως εκδήλωσις του Ιδίου Αυτού Εαυτού εστίν η ελαχίστη Αυτού δημιουργική εκδήλωσις των Απείρων Αυτού δυνατοτήτων και Εξουσιών.

Ατελεύτητον το χάος, το εκτεινόμενον εις τα αχανή διαστήματα, τα περιέχοντα απείρους ή ποικιλομόρφους εκδηλώσεις ζωής, άτινα όμως δεν συγκεντρώνουν την Απροσμέτρητον Απειρότητα του Δημιουργού των, Όστις με την Αδιανόητον και Ασύλληπτον Αυτού Αγάπην συνέχει αυτά και Εμέ.

Αγάπη... Αγάπη... Οι Θείοι σου μαργαρίται κοσμούσι την Δημιουργίαν, κοσμούσι και Εμέ. Αγάπη... Η Ακατάσχε­τος Δημιουργική Ροή Σου, κραδαίνει την Απειρότητά Μου εις τους σχηματισμούς των απλανών αστέρων και την πανδαισίαν των πολυχρώμων νεφελωμάτων. Αγάπη...

Ως τα νάματα των πηγών αναβλύζουσιν εκ των εγ­κάτων των υψηλών ορέων και χαρίζουσι την ευδαιμονίαν των υπέροχων ήχων του κελαρυσμού των εις τα ώτα του εκδρομέως, ούτως ανέβλυσεν εκ του Είναι μου η γλυκόλαλος Μελωδία του Υπερτάτου Θείου Ήχου του Δημιουργού Μου, Όστις εκάλυψέ Με διά της Μίας και Μόνης Δονήσεώς Του, Εκχέων εν Εμοί την Υπέρτατον Γα­λήνην Του.

-       «Υμνείς Με;

-       Αληθώς, Πάτερ...

-      Ουδείς έγνωκέ Με πλείον Εσού, συ δε ουκ έγνωκάς Με παντελώς εισέτι.

-      Αληθώς, Πάτερ... Συ η Ζωή και η Αλήθεια και η Δύναμις και η Σοφία.

-       Συ δε τίς ει;

-       Ο Κύριος ο Θεός Μου εν Εμοί Μένων, αληθή Θεόν κατέστησέ Με, Συ δε ο Θεός εις Θεόν τεθείς, εν Θεώ μένεις, καγώ Εν μετά Σου Ειμί.

- Αληθώς, Υιέ Μου, τούτο εστίν Αγάπη, ότι Εγώ και Συ Εν Εσμέν και νυν και αεί πάντα τα Εμά σα εισίν...».

Ό,τι οίδα λέγω σας. Αλήθεια γαρ εν Εμοί μένει, ούτω καγώ Αλήθεια Ειμί, η δε Αλήθεια Αγάπη. Η δε Αγάπη εστίν το ύπατον αξίωμα του Όντος, να δημιουργή την Ύπαρξιν της Ζωής, ως ο Πατήρ και Άρχων απάσης της εξελισσομένης Δημιουργίας εποίησε τους Σύμπαντας Κόσμους και τον Άνθρωπον, ως Υιόν Αυτού, διά της Ουσίας Του και Εκδηλώσεως του Ιδίου Εαυτού Του.

Αγάπη ου νοείται άνευ προσφοράς Ζωής, όπερ σημαί­νει ολοκλήρωσις διά της εκδηλώσεως της μόνης δημιουρ­γικής ικανότητος εις οιανδήποτε εκδήλωσιν όντος φέρει Πατέρα εν αυτώ.

Αγαπάτε αλλήλους και προσφέρετε αλλήλοις εαυ­τούς ως εκδηλούμενοι Θεοί εν Θεώ και διά της λειτουρ­γίας ταύτης θα δυνηθήτε ίνα ίδητε τον Πατέρα εκδηλούμενον ως Πολύμορφον και Πολυσχιδή, ως Πλησίον Εαυ­τόν και ως Δημιουργία.

Αγάπη εστίν αξίωμα Πατρός Δημιουργού, αι απορρέουσαι δε λειτουργίαι συνθέτουν την συμπεριφοράν του Πατρός προς τα Δημιουργήματα Αυτού, ήτις περιέχει Στοργήν, Τρυφερότητα, Καλωσύνην, Έλεος, Προσφο­ράν και Διδαχήν.

Ούτω καγώ θέλω ανυψώσει υμάς εις το ύπατον τούτο Αξίωμα των Θεουργών, των Δημιουργούντων την Ζωήν εκ της Ουσίας της Αναλλοιώτου και Αδιαφθόρου, της Αγάπης του Πατρός.

Τίς δύναται ίνα δώση Ζωήν, ει μη πρώτον Ζωήν φέρει εν εαυτώ; Ζωή άμα και Αγάπη, ήτις εστίν η Ουσία του Πατρός και η εν αυτώ Ζωή, δι’ ης εκδηλούται πάσα Οντότης εις την Αχανή Δημιουργίαν.

Αγάπην λαμβάνετε, Αγάπην δότε, ούτως εστέ Υιοί Θεού μεταφέροντες την Ουσίαν του Πατρός, την δυναμένην ίνα δημιουργή Ζωήν αφ’ Εαυτού Της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: