του Γιώργου Κλειδαρά
Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΡΥΨΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Η Πεντηκοστή είναι η Εορτή της Γέννησης της Εκκλησίας στη γη, που θεωρείται η θηλυκή όψη του Παρακλήτου. Αυτό όμως αποσιωπήθηκε από το Ιερατείο, και στα Ευαγγέλια που καθιέρωσε ως κανονικά, η Παναγία μιλάει μόνο δύο φορές, αντίθετα με κάποια ευαγγέλια, που απαγορεύθηκαν ή κρίθηκαν γνωστικά ή μη κανονικά.
Η ανισότητα
των δύο φύλων διαιωνίστηκε από το Πατριαρχικό Ιερατείο, που άφησε τους πιστούς
να νομίζουν ότι το Άγιο Πνεύμα το έλαβαν μόνον άνδρες, παρ’ ότι το κεντρικό
πρόσωπο της Πεντηκοστής ήταν η Θεοτόκος.
Η αιτία για το ότι η Μαρία δεν κατέδειξε φανερά τη θεότητά της
κατά την Πρώτη Παρουσία του Λόγου, ήταν βέβαια το πατριαρχικό καθεστώς –με τον
αποκλεισμό των γυναικών από τα δημόσια πράγματα και τη γενικότερη υποτίμησή
τους. Το κατεστημένο αυτό φανέρωνε το σκληρότερο πρόσωπό του στο Ισραήλ: στο
έθνος στο οποίο είχε επικρατήσει ο απόλυτος αποκλεισμός της γυναίκας από το Θείο
και την Ιεροσύνη.
Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται η σχέση της
Χριστιανικής με την Εβραϊκή θρησκεία, αφού τόσο η μία, όσο και η άλλη, θεωρούν
τη γυναίκα «τελετουργικά ακάθαρτη» επτά ημέρες κάθε μήνα και σαράντα ημέρες
μετά από κάθε τεκνογονία της. Βέβαια
κανένας ποτέ δεν μας έχει εξηγήσει τι σημαίνει με επιστημονικούς όρους ότι η
γυναίκα είναι «ακάθαρτη», πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ακαθαρσία κάτι που
είναι συνυφασμένο με την ίδια της τη φύση, όπως η ούρηση, πώς και γιατί υπάρχει
διαχωρισμός ανάμεσα σε ευγενείς εκκρίσεις (δάκρυα) και σε ακάθαρτες (έμμηνα)
και σε ποιο βαθμό, εν πάση περιπτώσει, ευθύνεται η ίδια γι’ αυτό που της
συμβαίνει.
Υπάρχει
ένα εκτενές απόσπασμα από το Λευιτικό (ΙΕ΄ 19-30) που είναι χάρμα οφθαλμών και
αγλάισμα επιστήμης, η μελέτη του οποίου θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε από πού
προέρχονται όλες αυτές οι αντιλήψεις περί της «ακαθαρσίας» των γυναικών στην
«Χριστιανική μας παράδοση».
«Και η γυναίκα από την οποία ρέει αίμα και
είναι η ρύση αυτή στο σώμα της, επί επτά ημέρες βρίσκεται ‘‘εν τη αφέδρω
αυτής’’» (βρίσκεται δηλαδή σε απομόνωση εξαιτίας των εμμήνων της).
Εάν
αναζητήσετε τη λέξη «άφεδρο» σ’ ένα αρχαίο Ελληνικό λεξικό, η αναζήτησή σας θα
αποβεί άκαρπη, διότι η λέξη αυτή δεν είναι Ελληνική. Είναι λέξη που επινοήθηκε
από τους Εβδομήκοντα ραβίνους, που μετέφρασαν την εβραϊκή Βίβλο στα Ελληνικά.
Στην
Ελληνική κοσμοαντίληψη κανείς δεν απομακρύνεται από μία γυναίκα όταν αυτή έχει
την εμμηνορρυσία της, αφού αυτό δεν είναι γνώρισμα ενός λαού πολιτισμένου και
με επιστημονικό πνεύμα. Ο Ιπποκράτης στο εκτεταμένο έργο του, δεν αναφέρει
πουθενά τη λέξη αυτήν γιατί δεν υπάρχει ούτε ως έννοια.
Αντίθετα
ο αναγνώστης θα βρει πολλές χρήσιμες πληροφορίες για το θέμα αυτό στον Β΄ τόμο
του έργου του Sir James George Frazer, Χρυσός Κλώνος και ιδιαίτερα στο
κεφάλαιο: «Γυναίκες υπό απαγόρευση κατά την έμμηνο ροή και τον τοκετό». Εκεί θα
βρει στοιχεία για τις συνήθειες των Μαύρων της Αυστραλίας, της Ουγκάντας, της
Ταϊτής, των Ινδιάνων Μπρίμπρι και μερικών φυλών Μπαντού της Νότιας Αφρικής.
Στις φυλές αυτές πράγματι τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται σαν ταμπού, αλλά
τουλάχιστον αυτές φέρουν το ελαφρυντικό της βαρβαρότητας, ενώ ο
Ιουδαιοχριστιανισμός άλλο δεν κάνει από το να ισχυρίζεται πως αγγίζει τα
δυσθεώρητα ύψη της προοδευτικότητας.
Κι όσες
νομίζουν ότι όλα αυτά είναι Εβραϊκές δεισιδαιμονίες, που δεν γίνονται αποδεκτές
από τους Χριστιανούς, πλανώνται πλάνην οικτράν. Ο Άγιος Διονύσιος,
αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, στην Κανονική του Επιστολή προς τον Επίσκοπο
Βασιλείδη, Κανών Β΄ (Πηδάλιο, σ. 543-550), απαντώντας στο ερώτημα αν οι
γυναίκες που βρίσκονται στην «άφεδρό» τους (χρησιμοποιείται η ίδια λέξη)
μπορούν να εισέρχονται στο ναό, απάντησε πως εκείνες που έχουν την πρέπουσα
ευλάβεια στα θεία θα εμποδιστούν και δεν θα τολμήσουν να πλησιάσουν ούτε την
αγία τράπεζα, ούτε να μεταλάβουν το σώμα και το αίμα του Χριστού, διότι θα
θυμηθούν την αιμορροούσα γυναίκα της Καινής Διαθήκης και θα προσεύχονται είτε
από το σπίτι τους, είτε από τον πρόναο της Εκκλησίας. (Πάλι καλά που δεν είπε
να τις στέλνουν εξορία στη Λέρο).
«…Λες και μια γυναίκα που έχει την περίοδό της
ή γεννάει, είναι πιο ακάθαρτη από έναν αρσενικό ιερέα με Aids», παρατηρεί ο Ουμπέρτο Έκο σε μία από
τις επιστολές του πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα, που δημοσίευσε το Ιταλικό
περιοδικό Λίμπεραλ και που εκδόθηκαν (και στην Ελλάδα) σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «Τι
πιστεύει Αυτός που δεν Πιστεύει;», από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Ας
συνεχίσουμε όμως την ανάγνωση της Ιερής Βίβλου. Είχαμε μείνει στο Λευιτικό ΙΕ΄
20: «Κάθε ένας που αγγίζει την γυναίκα αυτήν είναι ακάθαρτος έως το βράδυ και
κάθε τι πάνω στο οποίο κοιμάται όταν βρίσκεται στην άφεδρό της είναι ακάθαρτο
και κάθε τι πάνω στο οποίο τυχόν καθίσει, είναι ακάθαρτο και κάθε ένας που θα
αγγίζει το κρεβάτι της πρέπει να πλύνει τα ρούχα του και να λούσει το σώμα του
με νερό και (παρ’ όλα αυτά) θα είναι ακάθαρτος μέχρι το βράδυ. Και κάθε ένας
που θα αγγίξει κάθε σκεύος πάνω στο οποίο τυχόν θα καθίσει, πρέπει να πλύνει τα
ρούχα του και να λουστεί με νερό και ακάθαρτος θα είναι μέχρι το βράδυ…. κι αν
κάποιος κοιμηθεί μαζί της στο ίδιο κρεβάτι θα είναι ακάθαρτος για επτά ημέρες
και κάθε κρεβάτι στο οποίο θα κοιμηθεί θα είναι ακάθαρτο…».
Το
κείμενο συνεχίζει με πραγματικά απίστευτες λεπτομέρειες, τις οποίες δεν θα
μεταφέρω εδώ, διότι ο σκοπός είναι η αφύπνιση του αναγνώστη και όχι η εξόντωσή
του.
Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε
πως ο Θεός των Μονοθεϊστών, ο Ιεχωβάς, δεν δημιουργεί τους δύο ανθρώπους
ταυτόχρονα. Δεν τους δημιουργεί ισότιμα μέλη, από κοινού κληρονόμους του
φρεσκοφτιαγμένου κόσμου του.
Η γυναίκα δεν δημιουργείται από τον Θεό
«κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» του, γιατί αν ήταν έτσι θα το έγραφε. Οι
συγγραφείς της Βίβλου δεν φείδονται επαναλήψεων. Η γυναίκα δημιουργείται μετά
από δεύτερη σκέψη του Θεού και ενώ εκείνος έχει ήδη δηλώσει ικανοποιημένος από
την δημιουργία του: «Και είδεν ο Θεός τα πάντα όσα εποίησε και ιδού καλά λίαν»
(Γένεσις Α΄ 31).
Η γυναίκα είναι το τελευταίο
δημιούργημα του Θεού, αφού εκείνος έχει ήδη δημιουργήσει «πάντα τα θηρία του
αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού» με στόχο του να δώσει έναν «βοηθό» στον
Αδάμ και μόνον επειδή δεν έχει βρεθεί ανάμεσα στα ζώα ο πολυπόθητος «βοηθός»:
«τω δε Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ» (Γένεσις Β΄ 20).
Η γυναίκα λοιπόν είναι η έσχατη λύση για την περίπτωση του Αδάμ. Και πάλι όμως
δεν έπλασε την Εύα με τον ίδιο τρόπο που έπλασε τον Αδάμ, δηλαδή «χουν από της
γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γένεσις Β΄ 7), αλλά
«επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ και ύπνωσε και έλαβε μίαν των πλευρών
αυτού και ανεπλήρωσε σάρκα αντ’ αυτής. Και ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν ην
έλαβε από τον Αδάμ εις γυναίκα…» (21-22).
Η Εύα λοιπόν είναι η μοναδική γυναίκα
που γεννιέται με τον αλλόκοτο και εξωπραγματικό αυτό τρόπο από ένα αρσενικό
χωρίς την συμβολή της γυναίκας. Πολλοί ζωγράφοι της Αναγέννησης αμφισβητώντας
τα εκκλησιαστικά αυτά δόγματα, παρουσίαζαν τον Αδάμ και την Εύα με εμφανή τον
ομφαλό τους.
Φτάνει ένα πλευρό για να φτιαχτεί από
αυτό ολόκληρη γυναίκα; Αλλά γιατί τόσος κόπος; Ήταν ανάγκη να αναισθητοποιήσει
τον Αδάμ και να αφαιρέσει ένα από τα πλευρά του; Γιατί δεν πήρε ξανά χώμα για
να φτιάξει από την αρχή τον καινούριο άνθρωπο;
Το
κείμενο αυτό μας κάνει να υποθέσουμε πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ σαν ένα είδος
«εσωτερικού υπηρέτη» («εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» Γένεσις Β΄ 15) αυτού του
παράξενου κήπου, αφού όλη η γη είναι ακατοίκητη και ως εκ τούτου αληθινός
Παράδεισος! Και δηλαδή να εργάζεται πώς; Να σκάβει και να περιποιείται τα
παρτέρια, αφού δεν γνωρίζει την καλλιέργεια της γης! Και να «φυλάσσει» τον κήπο
από ποιον; Αυτά όμως αποσυμβολίζονται σε άλλο κεφάλαιο.
Χωρίς
περιστροφές, η αντίληψη που διαπνέει ολόκληρη τη Βίβλο συμπυκνώνεται σε μια και
μόνη φράση, που περιέχεται στο βιβλίο Σοφία Σειράχ, ΚΕ΄ 24: «από γυναικός αρχή
αμαρτίας και δι’ αυτήν αποθνήσκομεν πάντες». Δηλαδή: «Από τη γυναίκα έγινε η
αρχή της αμαρτίας και εξ αιτίας της πεθαίνουμε όλοι». Ουδέν σχόλιον!
Η
Προτεσταντική Εκκλησία διαθέτει γυναίκες ιερείς. Η Καθολική επιτρέπει στις
γυναίκες να ασκούν διάφορα διακονήματα αλλά όχι τη Θεία Λειτουργία. Η Ορθόδοξη
Εκκλησία δεν επιτρέπει στις γυναίκες να διαβούν το κατώφλι του Ιερού, ούτε ως
βρέφη κατά την υπαπαντή τους.
Όμως, ο
κορυφαίος θεολόγος Βλαντιμίρ Λόσκυ γράφει: «το Άγιον Πνεύμα κατήλθεν ακόμη μίαν φοράν
εις την Θεοτόκον την ημέραν της Πεντηκοστής», (Η Μυστική Θεολογία, σ. 228).
Μπορεί μάλιστα να βρει κάποιες αγιογραφίες της Πεντηκοστής –οι πιο παλιές
του 6ου αιώνα–, όπου στο
κέντρο των Αποστόλων στέκει η Μητέρα με το Άγιο Πνεύμα πάνω από το κεφάλι της.
Η Θεοτόκος πλαισιωνόταν από γυναίκες –ανάμεσα στις οποίες βρίσκονταν και οι
μαθήτριες που ακολουθούσαν τον Ιησού-, όπως διαβάζουμε στις Πράξεις (
Σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία, όπως λένε οι Πατέρες, η
Θεοτόκος είναι αποκαθαρμένη απ’ το προπατορικό αμάρτημα διά του Αγίου
Πνεύματος, απόλυτα αγνή και εξυψωμένη πάνω από όλη την ανθρωπότητα. Δεν είναι
παρά ένας άνθρωπος, που βρίσκεται ανάμεσα στην Τριαδική Θεότητα και σε όλους
εμάς, υπεράνω αγγέλων και αγίων. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι δίχως την αναγνώριση
της θεότητας της Μητρός, δεν υπήρχε η δυνατότητα για τους αγίους και τις αγίες,
στις εμπειρίες ένωσής τους με το θείο, να βιώσουν τον Ουδέτερο Λόγο, δηλαδή τον
Λόγο ως Υιό Μητέρα. Τον βίωναν μόνον ως Υιό. Αυτό είναι μια μεγάλη απόδειξη, ότι και στο επίπεδο της αγιοσύνης
υπάρχουν νοητικοί περιορισμοί, που είναι ταυτόχρονα και πνευματικοί. Επίσης,
διακρίνουμε την τεράστια ευθύνη της διαχείρισης των ιδεών από την βούληση και
τα κίνητρα των ανθρώπινων επιλογών.
Κατά την παράδοση, λοιπόν, οι Απόστολοι και οι λοιποί που
προσκλήθηκαν να παραστούν στην αποχώρηση της Παναγίας λένε: «Σε,
Δέσποινα, βλέποντες ημείς ζώσαν και διαμένουσαν εν τω κόσμω, παρηγορούμεθα, ως
αν εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και διδάσκαλον». Ο Παύλος, της
λέει επίσης: «Κυρία Θεοτόκε, εγώ τον
ηγαπημένον σου Υιόν, τον Χριστόν, δεν τον είδον σωματικώς εις την γην αλλά,
βλέπων σε, ήτο ως να έβλεπον και τον Υιόν σου». Διαπιστώνουμε, πως η
Θεοτόκος γινόταν αποδεκτή ως Διδασκάλισσα, αφού οι Απόστολοι τη ρωτούν τι θα
γίνει μετά την αποχώρησή της: «Τις θα μας
διδάσκει και θα μας καθοδηγεί;».
Οι πιστοί όμως, την αγαπούν και αρχίζουν από τα τέλη του 1ου
αιώνα να εικονογραφούν τη Μαρία στις κατακόμβες της Ρώμης. Υπάρχει επίσης από
τις γυναίκες που έζησαν κοντά της μια προφορική μεταβίβαση πληροφοριών για τη
ζωή της, όπως π.χ. για την επισκίασή της από το Άγιο Πνεύμα κατά την
Πεντηκοστή, για το ότι δίδασκε ακόμα και τους Αποστόλους και, τελικά, για την
ανάσταση και ανάληψή της, μάρτυρες της οποίας ήταν κάποιες απ’ αυτές τις
γυναίκες.
Την εικονογραφούν επίσης ανάμεσα στον Πέτρο και τον Παύλο, που
θεωρούνται οι ιδρυτές της Εκκλησίας, ανυψώνοντάς την έτσι σε Μητέρα της
Εκκλησίας, γιορτάζουν την κοίμησή της ήδη από τον 2ο αιώνα, ενώ
αρχίζουν και να προσεύχονται σ’ αυτήν, με την πρώτη τέτοια καταγεγραμμένη
προσευχή να είναι το 250 μ. Χ.
Ο Πατέρας είναι η πηγή της θέλησης. Ο Υιός της Υπακοής και το Άγιο
Πνεύμα της εκπλήρωσης. Ο Πατέρας είναι Αγέννητος, ο Υιός γεννάται και το Άγιο
Πνεύμα, εκπορεύεται εκ του Πατρός. Η ενανθρώπιση του Θεού, συνεπάγεται Θέωση
του ανθρώπου. Ο Πατέρας προεγνώριζε την
πτώση του ανθρώπου, κι επειδή η Θεία Θέληση δημιούργησε τον άνθρωπο, δεν
δύναται να τον σώσει, χωρίς την συνδρομή της δικής του ανθρώπινης θέλησης.
Στο πρόσωπο
της Θείας Μητέρας, η ανθρωπότητα δίνει την συγκατάθεση να σαρκωθεί ο Υιός. Γι’
αυτό, η αναγνώριση της Θείας Μητέρας είναι κλειδί. Όποιος δεν Την αναγνωρίζει,
είναι σαν να μην δίνει την συγκατάθεση, να μην συντονίζεται, ώστε να γεννηθεί ο
Υιός μέσα του. Ποια ανθρωπότητα όμως, θα έδινε συγκατάθεση; Η εκπεσούσα; Σαφώς
όχι, αφού ήταν ασυντόνιστη με το Θέλημα του Θεού. Άρα υπήρχε και μη εκπεσούσα
ανθρωπότητα, μη εκπεσούσα Ουσία, που ήταν συνταυτιζόμενη με τον Θεό και το
Θέλημά Του, που εκδήλωνε υπακοή. Το ερώτημα, εάν ο Αδάμ αμάρτησε εν Θεώ ή εάν «ο Θεός» αμάρτησε εν
τω Αδάμ, είναι ένα ερώτημα που μπορεί να αποκαλύψει πολλά. Στα πρωτότυπα
Σουμεριακά αρχεία, από όπου αντιγράφτηκε η Γένεση της εβραϊκής βίβλου, δεν
είναι «ο Θεός» που πρωταγωνιστεί, αλλά ένας επισκέπτης από άλλο κόσμο.
Έχουμε γαλουχηθεί με την ιδέα ότι το Θείον είναι γένους αρσενικού (Θεός, Πατέρας, Υιός, Κύριος, Χριστός), όμως η πηγή της Δημιουργίας είναι θηλυκή. Οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να φέρνουν στον κόσμο τη ζωή, μέσα από το ίδιο τους το σώμα. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η Φύση, από πανάρχαιες εποχές, γίνεται αντιληπτή ως Μεγάλη Μητέρα Θεά, εκείνη που όλα τα γεννά και τα διατηρεί, δίνοντας την ύπαρξη και την αναγέννηση. Γιατί και πώς εξορίστηκε από την θέση της στο Ιερό;