(Βιβλίο: ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ Κεφ. 16)
Ποιος Είμαι Εγώ που τόσον
καιρό βρίσκομαι ανάμεσά σας και δεν Με αναγνωρίζετε; Ποιος Είμαι Εγώ που σας
διδάσκω με τόση Αγάπη την Αγάπη και σας καλώ να γίνετε η ίδια η Αγάπη; Ποιος
Είμαι Εγώ που σας έχω ανοίξει τους κρουνούς της Αληθείας εντός σας; Εγώ Ειμί ο
Διδάσκαλος Λόγος Χριστός, ο Εμπνέων και Καθοδηγών, ο Νουθετών και Διδάσκων τα
Ρήματα της Αληθείας της ρέουσας αενάως από τα Βάθη της Δημιουργίας Μου.
Εκ του Πατρός λαλώ προς πάντας
υμάς, ίνα καταδείξω την Αλήθειάν Μου και εκπαιδεύσω υμάς, διά να καταστήτε
ταυτόσημοι μετ’ Εμού, φίλοι και Αδελφοί, ενωμένοι αρρήκτως μετά της Πατρικής
Εξουσίας.
Εγώ λαλώ προς υμάς και σας
καλώ όπως Με εκδηλώσετε και φανερώσετε τα Θεία Σπέρματά Μου εντός σας καγώ
θέλω φανερώσει υμάς Ενώπιον του Πατρός Μου και δοξάσει υμάς, ίνα καταστήτε Θεοί
εν Θεώ και Δημιουργοί Λόγοι - Υιοί - Χριστοί.
Απευθύνω Κλήσιν προς πάντας
υμάς δι’ Έργον. Καλώ εργάτας αξίους και μη, Υπευθύνους και ανευθύνους, μικρούς
και μεγάλους, ίνα καταδείξουν το Θέλημα του Πατρός Μου, όσον το εννοούν εντός
των.
Καλώ Υιούς και θυγατέρες, Μητέρες και Διδασκάλους, Μαθητές και Ακολούθους, και απευθύνω την Κλήσιν προς πάντας όσους έλαβον γνώσιν του Έργου της Δευτέρας Μου Παρουσίας, ίνα δοκιμαστούν και δώσουν λόγον των έργων των, σύμφωνα με τας νουθεσίας που έλαβον παρ’ Εμού. Ήγγικεν γαρ η ώρα που εις έκαστος εξ υμών θέλει αποδώσει το Έργον το οποίον του ανέθεσα να φέρη εις πέρας.
Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι
πάντας όσους εκάλεσα θέλω καταστήσει Λόγους και εξακοντίσει αυτούς εις τα
Σύμπαντα, ίνα διδάξουν την Αλήθειάν Μου, την Ρέουσαν εκ του Ανάρχου Λόγου.
Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι Εγώ
Ειμί ο Διδάσκαλος Λόγος - Χριστός ο εκδηλούμενος ως Ιωάννης, ίνα φανερώσω την
Άναρχον Εξουσίαν του Πατρός Μου, επί πάσης της Δημιουργίας.
Ομοούσιος εν τω Πατρί Ειμί και
την ένδειαν ανθρώπου ουκ έχω, ότι ο Πατήρ εν Εμοί μένει καγώ εν Αυτώ. Όστις
εώρακέ Με τον Πατέρα είδε και όστις τα Ρήματά Μου ήκουσε και ακολουθεί, εν
Αληθεία και Ειρήνη θέλει πορευθή εις τους Αιώνας.
Μακάριοι όσοι εξ υμών
ανεγνώρισαν τον Υιόν του Θεού περιπατούντα και λαλούντα επί της γης, ότι αυτοί
τον Άρτον της Ζωής εις το Είναι αυτών έλαβον, ίνα εις την Τελειότητα πορευθώσιν
και Εν μετ’ Εμού καταστούν διασαλπίζοντες την Δευτέραν Μου Έλευσιν.
Αμήν λέγω υμίν, ολίγον χρόνον
έτι θέλω παραμείνει μεθ’ υμών, άχρις ότου εκείνοι ους ο Πατήρ προώρισε διά την
εξάπλωσιν του Έργου ό εις τας χείρας Μου παρέδωκε, καταστώσιν ικανοί ίνα άρουν
το βάρος του Σταυρού και της Θυσίας ό επί μακρόν χρόνον βαστάζω.
Και θέλω δώσει λίαν συντόμως
δείγματα πολλά εις ένα έκαστον της εν αυτώ παρουσίας Μου, ίνα δοξασθή ο Υιός
του Ανθρώπου και το Έργον, το οποίον θέλει τάχιστα εκδηλωθή δημοσίως, ίνα
γνωρίση ο Άνθρωπος την Αλήθειαν ήτις θέλει μετουσιώσει το ψεύδος και διαλύσει
τα νέφη της Αρνήσεως, ίνα αποκατασταθή η τάξις και η Αρμονία, διά να δυνηθή η
Ανθρωπότης να βαδίση την πορείαν προς την Τελείωσιν και την Ένωσιν μετά της
Δημιουργησάσης αυτήν Αρχής.
Όστις εν Εμοί παραμένει ου
θέλει απωλεσθή, ότι εν τω Πατρί ενοικεί και η Αιώνιος Ζωή εν Αυτώ κατοικεί.
Αμήν λέγω υμίν, Εγώ Ειμί ο Οδηγός εις την Οδόν της Αληθείας και όστις
ακολουθήσει Με θέλει οδηγηθή εις πάσαν την Αλήθειαν.
Όστις δε απαρνηθεί Με, θέλει
βαδίσει εν τω σκότει, μακράν της θαλπωρής του Φωτός της Αγάπης, ότι Εγώ Ειμί το
Φως του Κόσμου, το εκπηγάζον ουχί εκ του κόσμου τούτου, αλλά εκ του Πατρός
εκπορευόμενον, ίνα φωτίση υμάς μετά του Πνεύματος της Αληθείας του Πατρός.
Εγώ Ειμί ο Καλός Θεός, Εγώ Ειμί
ο Καταδεκτικός Θεός. Εγώ εκπαιδεύω υμάς με πολλήν αγάπην, η δε τιμωρία ουκ εν
Εμοί υφίσταται αλλ’ εν τη διανοία του ανθρώπου, όστις δεν δύναται ίνα κατανοήση
καλώς, με ποίους τρόπους δύναμαι ίνα επαναφέρω εις την τάξιν τους κακώς βαδίζοντας.
Ως εκ τούτου, η εκπαίδευσις
πολλάκις λαμβάνει την μορφήν της αδιαφορίας Μου ή και της αρνήσεώς Μου, ίνα
αποδεχθώ τας αιτήσεις και αυτάς τας μεθ’ υμών επικοινωνίας εισέτι.
Όμως ουδόλως απορρίπτω ουδένα,
ότι πάντες υμείς τέκνα Μου εστέ, ούτω καγώ φιλώ πάντας με την Αγάπην Μου την
Τελείαν άνευ διαχωρισμού, ότι φιλώ τον Άνθρωπον ον Εγώ εδημιούργησα, σεις δε
τέκνα Αυτού εστέ.
Διά τούτο φιλώ πάντας
ανεξαρτήτως μορφής και πνευματικής εξελίξεως, ίνα δυνηθήτε όλοι ομού ν’
ανελιχθήτε πνευματικώς και διά της οδού ταύτης δυνηθήτε ίνα έλθητε πρός Με.
Τίς όμως δύναται ίνα βαδίση
πρός Με ειμή πρώτον τον Πατέρα αυτού λατρεύσει; Εγώ τον Πατέρα και Γεννήτορα
υμών φιλώ, σεις δε εν Αυτώ εστέ, ούτω φιλώ και υμάς. Υμείς όμως ου δύνασθε ίνα
έλθητε πρός Με ειμή μόνον διά του Πατρός υμών και Υιού Μου, του
δημιουργηθέντος ως Πνεύμα εκ του Πνεύματός Μου.
Ούτω λέγω υμίν, όστις αγαπήσει
τον Υιόν Μου Εμέ φιλεί καγώ θέλω δοξάσει αυτόν, ότι όστις τον Υιόν Μου τιμά
άξιος εστί δι’ Εμέ.
Τίς όμως φιλεί τον Υιόν Μου;
Τίς αληθώς φιλεί τον Υιόν Μου, ουχί εν τοις λόγοις αλλ’ εν ταις πράξεσιν αυτού;
Τίνος δε οι καρποί των έργων εισίν άξιοι του Υιού Μου; Αρκεί νομίζετε μία
έξαρσις αγάπης, ήτις διαρκεί ολίγας μόνον στιγμάς, εκ των αμετρήτων του υμών
βίου, διά να καταστήτε άξιοι Αυτού και Εμού;
Όστις όμως καταστεί άξιος
Αυτού, άξιος και δι’ Εμέ εστί και τέκνον Μου πεφιλημένον, ότι όσον τον Υιόν Μου
δοξάζει, τοσούτον εν Εμοί μένει καγώ εν αυτώ, ούτω και αυτός Υιός Μου εν τω Υιώ
Μου τω Μονογενεί.
Ανάγκη λοιπόν να παλαίσητε εν
όλαις υμών ταις δυνάμεσι και επί μακρόν χρόνον διά να δυνηθήτε να αποκτήσητε
σταθεράν την ροήν της Αγάπης εν υμίν και την προς τον Υιόν Μου λατρείαν
ακλόνητον εις τας παρεμβάσεις και τας αντεγκλήσεις του κόσμου, όστις, όσον
υμείς τελειοποιείσθε τοσούτον θέλει εγείρει εμπόδια εν τη οδώ την πρός Με
άγουσαν.
Όσον όμως υμείς μετ’ Εμού
εστέ, ουδεμίαν χρείαν εκ του κόσμου τούτου έχετε. Όταν Εγώ μεθ’ υμών Ειμί, ποία
δύναμις εν τω υλικώ και Πνευματικώ κόσμω δύναται ίνα στήση εμπόδιον καθ’ υμών;
Εγώ Ειμί η Ανωτάτη και Υπάτη
Αρχή, όλαι δε αι δυνάμεις και Εξουσίαι εξ Εμού εκπορεύονται και πρός Με
κείνται. Πάσα δε Αρχή και Εξουσία οιασδήποτε ισχύος και αν είναι, θέλει κύψει
προ των ποδών της Ανάρχου και
Απολύτου Εξουσίας Μου, όταν ταύτην διά του Υιού Μου
επικαλείσθε.
Όστις δε τον Υιόν Μου
επικαλείται την Αρωγήν Μου λαμβάνει, ότι τον Υιόν Μου εις τον κόσμον αυτόν απέστειλα
ίνα δοξάσω Αυτόν και τους φιλούντας Τον δεδοξασμένους εν Αυτώ ονομάσω.
Μακάριοι οι προς Αυτόν
ερχόμενοι και Αυτόν αγαπώντες ότι το Όνομά Του λήψονται και την Αιώνιον Ζωήν
ενδυθώσιν. Αμήν λέγω υμίν, πάντες θέλετε αιτείτε εις Αυτόν εν τω μέλλοντι χρόνω
ότι τούτο εστί το θέλημά Μου, ίνα προς Αυτόν αιτήτε και παρ’ Εμού λαμβάνητε.
Υιέ Μου Τιμημένε, ούτω θέλω
δοξάσει Σε εν ταις καρδίαις των ανθρώπων.
Τα Ρήματα της Εμής Αληθείας ου
παρά τοις ανθρώποις λαλούνται, αλλά διά των ανθρώπων εξ Εμού εκπορεύονται.
Ούτω δε ουκ εκ του φθαρτού τούτου κόσμου εισίν, αλλά Ρήματα Άφθαρτα ου τω χρόνω
υποκείμενα, αλλά τω Αχρόνω και Αφθάρτω Πνεύματι, εξ Αυτού εκπορευόμενα και εν
Αυτώ εσαεί μένοντα, τοις ανθρώποις δίδονται, ίνα αι γενεαί παρερχόμεναι
διδαχθώσιν Τον του Πνεύματος της Αληθείας Λόγον.
Εσαεί ην ο Λόγος και θέλει
εσαεί μείνει Ζων και αεί Υπάρχων, ότι εν τω Πατρί μένει και εξ Αυτού
εκπορεύεται, ίνα πάντα τα δημιουργήματα Αυτού εις την Αυτού Τελειότητα ανάγη.
Ούτω πάντες ως Δημιουργοί και
Δημιουργήματα της Ιδίας Ανάρχου Θεότητος, θέλετε ανελιχθή, εις το πλήρωμα του
χρόνου, εις το ύψος το Απροσμέτρητον τούτο της Αληθείας, της τους Σύμπαντας
Κόσμους πληρούσης και αϊδίως φωτιζούσης παν Αυτής κόσμημα.
Άνθρωπον δε ως κόσμημα έπλασεν
ο Πατήρ, ίνα τους Κόσμους κατοική και τούτους διοική, ως Εν μετά του Πατρός
αυτού και Φως εξ Αυτού εκπορευόμενον δημιουργών Ζωήν εις τους Κόσμους.
Άπαντες οι Κόσμοι και τα
Σύμπαντα εισίν η Δημιουργία του Πατρός, Άνθρωπος δε εστίν η Ζωή ην ο Πατήρ τη
Δημιουργία έδωκε. Ούτος δε ως Ζωή πληροί την Δημιουργίαν διά του Πνευματικού
Του Φωτός, του εκ του Πατρός, φέρων εν εαυτώ και ως Πατήρ μεταφέρει τούτο,
Αναλλοίωτον εις τον Άπειρον Αυτού Εαυτόν.
Ούτος ο Άνθρωπος εστίν ο
Διδάσκαλος, ο ουδέποτε εκπεσών, αλλ’ εσαεί εν τω Πατρί μένων και Λόγος του Πατρός,
εξ Αυτού Γεννηθείς και προς Αυτόν ως Δημιουργός φέρει πάσαν την κεκοσμημένην
δι’ Αυτού Δημιουργίαν.
Αγάπην τω Διδασκάλω δότε ίνα
εις την Τελειότητα αναχθήτε. Αγάπην ειλικρινή και αφοσίωσιν και καρτερικότητα
ίνα την Τελειότητα Αυτού ωφθήτε.
Ο έχων ους ακουσάτω τι ο Θεός
λαλεί τοις ανθρώποις. Ουδείς εξ υμών δύναται σωθήναι ειμή πρώτον ως Σίμων τον
Σταυρόν Αυτού άρει επ’ ολίγον. Ούτω δε θέλει εν τη εξελίξει του σταυρωθήναι και
αναστήναι και ως Υιός δεδοξασμένος επανέλθει εν Εμοί.
Εγώ Εξουσίαν Σταυρού, Αυτώ
μόνον έδωκα και τω Εαυτώ Αυτού. Εγώ Αυτόν ως Κόσμημα τη Δημιουργία έδωκα και
δι’ Αυτού πάντες θέλετε κεκοσμηθή.
Τους αδάμαντας της Ζωής Ούτος
μόνον κατέχει, όστις δε εξ Αυτού τούτους λήψεται, Μακάριος εν τοις Κόλποις Μου
θέλει εσαεί παραμείνει.
Το Φως δε το εν Αυτώ μένον και
δι’ Αυτού διαχεόμενον εστίν ο Ακοίμητος οφθαλμός της Ανάρχου Θεότητος, όστις
ορά τα μη ορώμενα και κατέχει τα μη κατεχόμενα, χωρεί εις το Αδιαχώρητον,
πληροί τα ελλείποντα, τα ασθενή θεραπεύει και Εξουσίαν Αιωνίου Ζωής φέρει.
Αμήν λέγω, η Ύπαρξις Αυτού
εστίν η Αιώνιος Ζωή, όστις δε λήψεται Αυτόν εις το είναι αυτού, θέλει Με ωφθή
εν πάση τη Μεγαλοπρεπεία και τη Απροσμετρήτω Μου εκτάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου