Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ

του Γιώργου Κλειδαρά 

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Οι επιφανειακά συγκρουόμενες αφηγήσεις της δημιουργίας του ανθρώπου, όπως φαίνονται στο πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο της Γένεσης, κρύβουν κάτι αποκαλυπτικό. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται πως ο άνθρωπος ήταν το τελευταίο από τα ζωντανά όντα που δημιουργήθηκαν, ενώ στο δεύτερο γράφεται πως δημιουργήθηκε πριν από τα υπόλοιπα. Ας σημειωθεί πως το πρώτο κεφάλαιο ασχολείται κυρίως με τη δημιουργία της μορφής. Το δεύτερο αφιερώνεται στη ζωή, ενώ το πέμπτο ασχολείται με τη συνείδηση. Το κλειδί είναι να κατανοήσουμε την διαφοροποίηση της φυσικής μορφής από τη ζωή, η οποία δημιουργεί τη μορφή για να εκφραστεί. Βλέποντας τον άνθρωπο από την όψη ζωής, δημιουργήθηκε πρώτος. Ενώ από την άποψη της μορφής, όπως το πρώτο κεφάλαιο, δημιουργήθηκε τελευταίος.

Μόνο εκείνη η ζωή που είναι ικανή για ανάπτυξη, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα βελτίωσης που εδρεύουν στις μορφές που εμψυχώνει, έχει την πρωτοπορία της εξέλιξης. Κάθε τι άλλο πρέπει να αφήνεται πίσω. Πρόοδος δεν είναι μόνο ξεδίπλωμα ικανοτήτων. Δεν υπάρχει μόνο εισέλιξη και εξέλιξη. Υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας που δημιουργεί μια τριάδα: εισέλιξη, εξέλιξη και επιγένεση. Η εισέλιξη του πνεύματος στην ύλη συντηρείται με σκοπό τη δόμηση της μορφής. Η εισέλιξη του πνεύματος συμβαδίζει με την εξέλιξη της μορφής επίσης. Μόνο ό,τι είναι ευπροσάρμοστο σε διάπλαση νέων μορφών που είναι κατάλληλες για την έκφραση της επεκτεινόμενης συνείδησης, μπορεί να ενταχθεί στους πρωτοπόρους κάθε κύματος ζωής. Αυτή η νομοτέλεια αφορά και την αγάπη μας προς τον πλησίον.

Η ίδια δύναμη που ο άνθρωπος εξωτερικεύει για να φτιάξει, να εφεύρει σήμερα την τεχνολογία που φτιάχνει, κάποτε χρησιμοποιήθηκε εσωτερικά για την δόμηση ενός φορέα έκφρασης. Η ίδια δύναμη με την οποία ο άνθρωπος τώρα βελτιώνει τις εξωτερικές του συνθήκες κατά την εισέλιξη, χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς εσωτερικής ανάπτυξης.

Η μορφή δημιουργήθηκε μέσω εξέλιξης. Το πνεύμα τη δόμησε και την ενοίκησε μέσω της εισέλιξης. Αλλά το μέσον για τις επιπλέον βελτιώσεις είναι η επιγένεση. Με την αντίληψη που θεωρεί κάθε τι σαν αποτέλεσμα παρελθοντικών καταστάσεων, θεωρείται ότι οι βελτιώσεις των αρχικών μορφών ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση. Επίσης η εξέλιξη εκλαμβάνεται σαν απλή ανάδυση των εν σπέρματι βελτιώσεων και αποτελεί την επιγένεση. Αυτή η αντίληψη δεν αφήνει περιθώρια για δημιουργία τίποτα καινούργιου, ούτε δυνατότητες για πρωτοτυπία. Σκοπός της εξέλιξης είναι η ανάπτυξη του ανθρώπου από στατικό σε δυναμικό Θεό, ένα Δημιουργό, η ενεργοποίηση του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση. Αν η ανάπτυξη που υφίσταται προς το παρόν, μέλλει να είναι η εκπαίδευσή του και αν στη πορεία εκδηλώνει απλά λανθάνουσες πραγματικότητες, πώς μαθαίνει να δημιουργεί; Αν η ανθρώπινη ανάπτυξη συνίσταται μόνο στην εκμάθηση δόμησης διαρκώς καλύτερων μορφών, σύμφωνα με πρότυπα που υπάρχουν στο νου του δημιουργού του, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να γίνει ένας καλός μιμητής, αλλά ποτέ δημιουργός.

Προκειμένου να γίνει ένας ανεξάρτητος αυθεντικός δημιουργός, πρέπει απαραίτητα η εκπαίδευσή του να περιλαμβάνει επαρκή ευρύτητα και την εξάσκηση της ατομικής πρωτοτυπίας, η οποία ξεχωρίζει τη δημιουργία από τη μίμηση. Για όσο διάστημα μερικά χαρακτηριστικά της παλαιάς μορφής ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις προόδου, διατηρούνται. Αλλά σε κάθε επαναγέννηση η εξελισσόμενη ζωή προσθέτει περισσότερες. Στην ουσία αυτό που βλέπουμε είναι ο εαυτός μας σε έναν καθρέπτη με διαφορετικά είδωλα, από διαφορετικά ποσοστά αυτών των χαρακτήρων και των σωμάτων. Ποια η ανάγκη να το δούμε αυτό; Μα όταν πρόκειται να συνθέσεις, γιατί αυτή είναι η αποστολή του ανθρώπου, να συνθέσει τον εαυτό του και να επιστρέψει από εκεί από όπου προήλθε. Να εκδηλώσει ενεργητικά, όχι απλά την θεότητά του, αλλά τον Θεό που είναι.

Επομένως, βλέποντας τον εαυτό μας σε αυτόν τον καθρέπτη που είναι ο κόσμος μας, ο πλανήτης αυτός, μην επεκταθούμε και παραπάνω, ποια είναι η βαθύτερη λειτουργία που κατανοούμε και χρειάζεται να εκδηλώσουμε; Είναι να βρούμε αυτά τα στοιχεία που μας ενώνουν και ακόμα αυτά που δεν μας ενώνουν να τα ενώσουμε.

Για τους Έλληνες, ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος: σώμα-ψυχή-πνεύμα. Οι τρεις υποστάσεις του πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά, συγκροτώντας ένα αρμονικό σύνολο, ένα ενιαίο όλο. Τούτο σημαίνει: σώμα υγείες, ψυχή ενάρετη, πνεύμα αληθόφιλο. Η Ελληνική Παιδεία, κατατείνουσα προς την διαμόρφωση ολοκληρωμένης προσωπικότητας, μεριμνά για το σώμα με την «γυμναστική» (=υγιεινή, διαιτολόγια, άθληση), για την ψυχή με την «μουσική» (=αγάπη προς την φύση, τον κόσμο, τον άνθρωπο, το ωραίο, το αγαθό) και για το πνεύμα με την «αριθμητική» (= όσα διευρύνουν την διάνοια με κορυφαία την φιλοσοφία).

Από την στιγμή που ο ευαγγελιστής Ιωάννης αποκάλυψε ότι «ο Θεός Αγάπη εστίν» και ο Χριστός ότι από τον Νόμο της Αγάπης εξαρτώνται όλοι οι Νόμοι, κατανοούμε πως η εντολή «Αγαπάτε Αλλήλους» εκφράζει την Πεμπτουσία της εκδήλωσής μας. Επομένως η υψηλότερη έκφραση και εκδήλωση του ανθρώπου φανερώνεται με την αγάπη του προς τον εαυτό, τον πλησίον και τον Θεό. Επειδή όμως η κατανόηση του Θεού και του πλησίον εξαρτάται από την επίγνωση του εαυτού μας, δηλαδή την αυτογνωσία μας, το πρώτο ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε είναι πώς εκπληρώνουμε την αγάπη προς τον εαυτό μας.

Η υλική συνείδηση μη δυνάμενη να διακρίνει ψυχοπνευματικές λειτουργίες, τις αποδίδει στην ύλη και τον εγκέφαλο. Όμως, τα κενά αυτής της θεώρησης είναι τόσα πολλά, που μόνο η πνευματική συνείδηση μπορεί να καλύψει. Για να έχουμε μία εμπεριστατωμένη παρουσίαση της απάντησης σε αυτό το πρώτο ερώτημα οφείλουμε να διακρίνουμε την τριαδικότητα της εκδήλωσης της αγάπης μας προς το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα. Από πού όμως θα ξεκινήσουμε, από την ανώτερη ή κατώτερη αρχή; Ο Χριστός δίδαξε ως Θείο Πρότυπο «Ζητάτε πρώτα τα τοις Βασιλείας των Ουρανών». Επομένως, κατανοούμε ότι οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την αγάπη προς τον Θείο Εαυτό μας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι τα πεδία και τα σώματα του ανθρώπου αλληλοδιαπερνούν το ένα το άλλο και γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στην διάκριση των ορίων μεταξύ των τριών βασικών υποστάσεων του ανθρώπου.

Είναι γεγονός ότι ένας άνθρωπος δύναται να αγαπάει τον εαυτό του χωρίς απαραίτητα να έχει πλήρη συνείδηση και επίγνωση των εσωτερικών του λειτουργιών, αλλά αυτό αποδεικνύει ότι είναι αλήθεια πως δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού και έτσι φέρει εντός του εν δυνάμει όλα τα στοιχεία του Θείου Δημιουργού. Επειδή όμως η Αγάπη η ολοκληρωμένη και τέλεια δεν μπορεί να αποτελεί ασυνείδητη κατάσταση αλλά συνειδητή, κατανοούμε την αναγκαιότητα της ενσυνείδητης ενεργοποίησης των στοιχείων του κατ’ εικόνα, δηλαδή την εκπλήρωση των δυνατοτήτων του καθ’ ομοίωση. Το κατ’ εικόνα είναι η αφετηρία, η Θεία ταυτότητα του ανθρώπου την οποία αποκάλυψε ο Χριστός λέγοντας «Θεοί εστέ». Το καθ’ ομοίωση είναι ο Θείος προορισμός του ανθρώπου, ο σκοπός της ύπαρξης του όντος για τον οποίο ο Χριστός είπε «έσεσθαι ουν υμείς τέλειοι ώσπερ ο Πατήρ μου εν τοις Ουρανοίς Τέλειος εστίν».

Η διαδρομή, η πορεία, ο δρόμος, η διαδικασία εξέλιξης που συνδέει αιτία και αποτέλεσμα, αφετηρία και προορισμό, προδιαγραφή και σκοπό είναι η εφαρμογή του «Αγαπάτε Αλλήλους», για την οποία ο Χριστός είπε «Μιμηταί μου γίνετε». Κατέχουμε ένα θέμα ολοκληρωμένα όταν σε επίπεδο ιδεών μπορούμε να απαντήσουμε στα 7 ερωτήματα της Συνείδησης Ποιος, Γιατί, Τι, Πως, Πότε, Πόσο, Που.

Το Ποιος προσδιορίζει το Υποκείμενο.

Το Γιατί προσδιορίζει τις Προδιαγραφές και τις Σκοπιμότητες της δημιουργίας του τις Ανάγκες και τις Ενέργειες που καλύπτονται από τους αυτόματους μηχανισμούς, Ορμέμφυτα και Ένστικτα.

Το Τι προσδιορίζει το Πρόγραμμα Λειτουργίας του όντος με το οποίο συνδέονται όλα.

Το Πως προσδιορίζει τις Ευθύνες και Υποχρεώσεις, καθώς και τα Δικαιώματα και Εξουσίες μας.

Το Πότε προσδιορίζει τις Αρχές Αγωγής που απαιτούνται για να καλλιεργηθούμε.

Το Πόσο προσδιορίζει τις Αρετές και Ικανότητες που ενεργοποιούμε.

Το Που το οποίο προσδιορίζει τα Αγαθά και τις Αξίες που διεκδικούμε.

Η Τριαδικότητα του ανθρώπου μας βοηθάει να διακρίνουμε τρία επίπεδα και του υποκειμένου, πνεύμα, ψυχή, σώμα, δηλαδή διαφορετική απάντηση όχι μόνο στο ποιος αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα ερωτήματα. Δηλαδή, προδιαγραφών, αναγκών, ενστίκτων, ευθυνών και δικαιωμάτων, αγωγής, αρετών, ικανοτήτων και αξιών, αγαθών.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν μαθηματική σκέψη και εξισώσεις ιδεών, που προηγούνται ως αρχέτυπα των αριθμών, οι οποίοι αποτελούν σύμβολα Αρχέτυπων ιδεών. Εν κατακλείδι η έμπρακτη εφαρμογή του «Αγαπάτε Αλλήλους» απαιτεί ως απαραίτητη συνθήκη τον συντονισμό μας με το Θείο Θέλημα και την εφαρμογή των Θείων Νόμων και όπως είπε ο Χριστός «ο αγαπών με ποιεί το θέλημα του Πατρός μου».

Συμπερασματικά, ακόμα κι αν αισθανόμαστε αγάπη για το άγνωστο, αυτό πηγάζει από κάτι που μας είναι γνωστό και για αυτό πρέπει τελικά να παραδεχτούμε ότι δεν μπορούμε να αγαπάμε κάτι που αγνοούμε, ενώ είναι δυνατόν να έχουμε την θέληση να αγαπήσουμε ακόμα και κάποιον που γνωρίζουμε πως είναι κακός. Άρα τελικά πρέπει να παραδεχθούμε ότι αγαπάμε αληθινά, στο βαθμό που γνωρίζουμε και έχουμε συνείδηση περί αυτού. Επίσης, αυτό σημαίνει ότι όσο αγαπάμε κάποιον, τόσο θέλουμε να τον γνωρίσουμε και ακόμα ότι ο λόγος που ενδεχομένως δεν αγαπάμε τον εαυτό μας είναι επειδή δεν τον γνωρίζουμε όσο χρειάζεται.

Η Αγάπη προς τον Θείο Εαυτό και το Πνεύμα μας

ΠΟΙΟΣ

Είναι ο πυρήνας της Πνευματικής μας Συνείδησης ως Άνθρωπος Λόγος. Το σύμβολο του Αρχέτυπου Πνεύματος Μονάδα Λόγος. Ο πνευματικός μας εαυτός είναι το αληθές ον ο εαυτός ολότητα. Όταν δεν εκδηλώνεται κυριαρχεί η σκιά του, το μη ον, η μερικότητα του εαυτού. Το αληθές ον, ο αληθινός μας εαυτός, υπερβαίνει και το συμπαντικό ον που είμαστε και την παγκόσμια υπόστασή μας και το οικουμενικό και πολιτισμικό μας εγώ, που έχουν περιορισμούς και κατεστημένα ιδεών χωριστικότητας.

Στη Διδασκαλία του Εσωτερικού Χριστιανισμού ονομάζεται Ιωάννης-Λόγος-Χριστός Αδάμ μη εκπεσών.

Τα πεδία της κύριας δράσης του πνεύματός μας είναι το Θείο, το Πνευματικό και το Ανώτερο Ψυχικό αν και ελέγχει όλα τα πεδία και τα σώματά μας, ενώ η έδρα του στο σώμα είναι κοντά στον θύμο στον φλεβόκομβο και συνδέεται με το Ιερό κέντρο της Καρδιάς.

ΓΙΑΤΙ

Ο σκοπός και η αιτία της Δημιουργίας του Ανθρώπου αποκαλύπτεται από τις Προδιαγραφές και τη σύστασή του που πηγάζουν από την Θεία Πρόνοια, ορίζοντας το Νόμο της Εξέλιξης. Στις παρακάτω πεντάδες ανακαλύπτουμε τα στοιχεία του κατ’ Εικόνα-Προδιαγραφές και το καθ’ Ομοίωση-Σκοπιμότητες. Δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας αν δεν έχουμε αναγνωρίσει ότι είναι Αλήθεια πως ο Χριστός «σκήνωσε εν υμίν» και ότι ο προορισμός και το έργο μας, ο σκοπός και το νόημα της ζωής μας είναι η Χριστοποίηση και Θέωση. Αυτό είναι εφικτό όταν αναγνωρίσουμε την Υιότητά μας και συνειδητοποιήσουμε τι είμαστε μέσα από τη βούληση και τις ενέργειές μας, έχοντας επίγνωση της αλληλεπίδρασης της ενότητας των σωμάτων μας και της ευρυθμίας των κέντρων τους, που σχετίζονται με την γνώση της σύστασής μας.

Αρχαίτιον

Αρχέτυπα

Σκοποί

Σχέδια

Στόχοι

Εξέλιξη

Πρόνοια

Προοπτική

Έργο

Θεώρηση

Θέωση

Χριστοποίηση

Υιότητα

Αγιότητα

Οσιότητα

Συνείδηση

Βούληση

Χαρακτήρας

Νους

Ευθύνη

Χαρίσματα

Ταλέντα

Μεταμόρφωση

Ευθύτητα

Απλότητα

Οι παραπάνω Προδιαγραφές οι Σκοπιμότητες εμπεριέχουν τις Ανάγκες και την Ενέργεια (που παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα) που απαιτείται για να καλυφθούν. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας εάν δεν έχουμε αποδεχτεί ή αν δεν χωράμε τη Θεία μας Ταυτότητα κι αν δεν βιώνουμε τη δίψα της πνευματικότητας και του αναβιβασμού, εάν δεν προσευχόμαστε και δεν καλύπτουμε τις πνευματικές μας ανάγκες μέσω πνευματικής παιδείας.

Ταυτότητα

Πληρότητα

Αναβιβασμός

Πνευματικότητα

Παρακαταθήκες

Ευνομία

Ευταξία

Ευστάθεια

Ευημερία

Ευμάρεια

Δοξολογία

Κένωση

Προσευχή

Εξιλασμός

Συγνώμη

Μεγαλοψυχία

Γλυκύτητα

Γενναιοδωρία

Ευφροσύνη

Πρόληψη

Παιδεία

Ηθική

Τέχνη

Επιστήμη

Οικονομία

Ο αυτόματος μηχανισμός που βρίσκεται έμφυτα εντός μας για να καλύπτονται οι ανάγκες και οι ενέργειες που χρειαζόμαστε, είναι τα Ορμέμφυτα και τα Ένστικτα τα ανώτερα, που συνδέονται με τον πνευματικό μας εαυτό. Δηλαδή, όταν αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας έχουμε μια έμφυτη ορμή να υπερβαίνουμε τα όριά μας, θέλουμε να είμαστε κύριοι του εαυτού μας, να έχουμε μνήμη ενός Ολοκληρωμένου Εαυτού με τον οποίο αυτομάτως επιζητούμε να ταυτιστούμε για να τελειοποιηθούμε.

Αυτοπραγμάτωση

Αυθυπέρβαση

Αυτοεκπλήρωση

Αυτοτέλεια

Αυτεξούσιο

Αυταίσθηση

Αυτοπροσδιορισμός

Αυτοδιάθεση

Αυτοδιεύθυνση

Αυτοτροφοδοσία

Τελειοποίηση

Ολοκλήρωση

Προορισμός

Αποστολή

Αναζήτηση

Μνήμη

Ταύτιση

Ακτινοβολία

Εφέσεις

Αμεσότητα

Επίγνωση

Έμπνευση

Συνειδητοποίηση

Αρτιότητα

Εγρήγορση

ΤΙ

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνδέονται με ένα Πρόγραμμα Λειτουργιών. Δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας και να μας διέπουν ταπεινά κίνητρα χωρίς να έχουμε δοκιμαστεί κι αν δεν έχουμε δώσει εξετάσεις σε μια μακρόχρονη πνευματική μαθητεία και δράση.

Κίνητρα ιδεών

Κίνητρα λόγων

Κίνητρα σκέψεων

Κίν.συναισθημάτων

Κίνητρα πράξεων

Όραμα

Καθοδήγηση

Μαθητεία

Εξετάσεις

Δοκιμασίες

Ωραιότητα λόγου

Ρυθμός λόγου

Παρρησία λόγου

Λιτότητα λόγου

Σαφήνεια λόγου

Συνειδητότητα

Ενδελέχεια

Κύκλοι ζωής

Εμπειρία

Δράση

Ιδέες

Πρόσωπο

Συνθήκες

Δυναμικές

Πεδίο

ΠΩΣ

Τα προγράμματα και οι λειτουργίες συνδέουν όλα τα παρακάτω στοιχεία που ακολουθούν και όσον αφορά τις Ευθύνες και τις Υποχρεώσεις μας απαντάμε στο Πώς, εφαρμόζοντας το «Ως εν ουρανώ και επί της γης», κατανοώντας ότι, αυτό εξαρτάται από την εφαρμογή των Θείων Νόμων και την συνέπεια της υπακοής μας στο Θείο Θέλημα. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας και να μην έχουμε αφιερωθεί στην εφαρμογή του «Αγαπάτε Αλλήλους» ή να μην έχουμε επίγνωση του σεβασμού που Του δείχνουμε ή να αδυνατούμε να μετανοήσουμε.

Αφιέρωση

Αμεροληψία

Αξιοπιστία

Αποφασιστικότητα

Αυθεντικότητα

Επανόρθωση

Μετάνοια

Αποδέσμευση

Εξομολόγηση

Ευχαριστία

Επίγνωση

Σεβασμός

Προνοητικότητα

Ανυποκρισία

Άμιλλα

Συνέπεια

Εγκαρτέρηση

Φερεγγυότητα

Επιμονή

Υπομονή

Σχεδιασμός

Προγραμματισμός

Οργανωτικότητα

Δόμηση

Εφαρμογή

Όσον αφορά τα Δικαιώματα και τις Εξουσίες που διαθέτουμε για να ενεργοποιούμε τις πνευματικές μας λειτουργίες που ακολουθούν, γίνεται διακριτό ότι δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας και να μην Τον εκδηλώνουμε ως στοργή, τρυφερότητα, καλοσύνη, έλεος, προσφορά, διδαχή, μετουσίωση, άφεση και γενικότερα αν δεν εκδηλώνουμε την υψηλότερη ποιότητα της δυνατότητας της ελεύθερής μας βούλησης. Όταν αγαπάμε τον εαυτό μας τον ελέγχουμε, τον αιφνιδιάζουμε, τον δοκιμάζουμε, τον εκπαιδεύουμε, τον βελτιώνουμε και τον εξελίσσουμε.

Διδαχή

Προσφορά

Έλεος

Στοργή

Τρυφερότητα

Καλοσύνη

Αναγωγή

Μετουσίωση

Αγιασμός

Άφεση

Εξαγνισμός

Ηρωισμός

Πρωτοβουλία

Αξιοπρέπεια

Εξανθρωπισμός

Εκλέπτυνση

Εξασφάλιση

Μέριμνα

Συμπαράσταση

Υποστήριξη

Ποιότητα ζωής

Δυναμική εξέλιξης

Συχνότητα επιμόρφωσης

Εγκυρότητα ενημέρωσης

Παραγωγικότητα

Η απαραίτητη συνθήκη για να αγαπάμε την Ψυχή μας είναι η έλλειψη παθητικότητας και η ενεργητική στάση ζωής, που κατευθύνεται από την Βούληση της Πνευματικής Θείας Συνείδησής μας, όπως είχε πει ο Χριστός «Κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να σου κάνουν». Επισφραγίζεται από την κυριαρχία μας στα πάθη και τις αδυναμίες της αστρικής μας υπόστασης, που συνδέεται με επιθυμίες και συναισθήματα, όπως και την νίκη μας επί του εωσφορικού εαυτού, όταν ο νους μας καταστεί Νους Χριστού. Το κλειδί της επίτευξης της αγάπης προς την Ψυχή μας βρίσκεται στους λόγους του Χριστού «πρέπει να μισήσεις και να χάσεις την ψυχή σου για να την κερδίσεις». Το νόημα αυτής της φράσης βρίσκεται στην παραβολή του κόκκου του σίτου, όπου εκεί γράφτηκε ότι «ο κόκκος του σίτου πρέπει να θυσιαστεί και πεθάνει στη γη για να καρποφορήσει πολλά». Το περιεχόμενο του Είναι μας του Ποτηριού της Θείας Κοινωνίας, οι εμπειρίες, τα βιώματα και η συνείδηση, όλες οι δυνάμεις που αποτελούν το επίτευγμα της ατομικής μας εξέλιξης, πρέπει να δοθούν στην Ολότητα του Ενός Εαυτού Άνθρωπος, στην Πανανθρώπινη Ψυχή. Τα Ουράνια Θεία Αρχέτυπα πρέπει να επιστρέψουν στην Πηγή τους.

Είπαμε αρχικά ότι για να κατέχουμε ένα θέμα ολοκληρωμένα πρέπει να μπορούμε να απαντήσουμε στα 7 ερωτήματα της Συνείδησης Ποιος, Γιατί, Τι, Πως, Πότε, Πόσο, Που. Το γράμμα (Π)ι είναι σύμβολο πύλης προς μια ανώτερη συνείδηση, που αναπόφευκτα απαιτεί σταύρωση στη γη, όπως προσδιορίζει το γράμμα (Τ)αφ και το (Γ)άμα αντίστοιχα. Αυτό είναι το μυστικό της Ψυχής, ότι η θυσία της σημαίνει τη δεύτερη γέννηση άνωθεν, στην Χριστογέννηση και όπως είπε ο Χριστός «Ας γίνει Πατέρα όπως Εσύ θέλεις και όχι όπως Εγώ».

Ουράνιο καθήκον και δικαίωμα ταυτόχρονα είναι η νίκη επί του εωσφορικού εαυτού. Δηλαδή η μετάβαση από μια ζωή που διέπεται από τον νόμο της ανταπόδοσης της Παλαιάς Διαθήκης του θεού Γιαχβέ, στο πνεύμα της Καινής Διαθήκης ζώντας υπό χάριτος. Παύουμε να αποδίδουμε εξουσία στο κακό ή να πιστεύουμε σε δύο θεούς, έναν καλό και έναν κακό. Δεν λατρεύουμε έναν θεό βλοσυρό εκδικητικό, που φέρει εμπάθειες και αγαπάει μόνο έναν υπερούσιο λαό και προστάζει ολοκαυτώματα και γενοκτονίες. Γνωρίζουμε τον αληθινό Πατέρα Θεό και τον δοξολογούμε.

ΠΟΤΕ

Όπως έχουμε πει ήδη, οι δυνατότητες των προγραμμάτων-λειτουργιών μας ενεργοποιούνται όταν διαθέτουμε ανάλογες Αρχές Αγωγής. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θείο εαυτό μας και να μην μετέχουμε στα Θεία Μυστήρια ή χωρίς να έχουμε ανάλογη συμπεριφορά και κοσμοθεώρηση. Είναι βασικό να κατανοήσουμε επίσης ότι, οι Αρχές της Αγωγής μας έχουν ανάλογο ύψος με το Πρότυπο του Δασκάλου το οποίο έχουμε επιλέξει να μας οδηγεί. Μέτρο αξιολόγησης της αγάπης μας αποτελεί η διάρκεια και η συχνότητα της βίωσης των Αρχών της Αγωγής μας και γι’ αυτό κατανοούμε την σπουδαιότητα των ισχυρών θεμελίων που λαμβάνουμε από την οικογένεια, το περιβάλλον και την μαθητεία μας.

Δάσκαλος

Πρότυπα

Κοσμοθεώρηση

Διαπιστευτήρια

Ιδεώδη

Ιεροσύνη

Μετάληψη

Γάμος

Ευχέλαιο

Βάπτιση

Ανθρωπισμός

Αλτρουισμός

Αλληλεγγύη

Υπηρεσία

Φροντίδα

Ανθρωπιά

Ανέλιξη

Διακριτικότητα

Αλληλοσυμπλήρωση

Ιδανικά

Συμπεριφορά

Καλαισθησία

Καλλιέργεια

Ιδεολογία

Μόρφωση

ΠΟΣΟ

Το πόσο γρήγορα εξελισσόμαστε, εξαρτάται από την συχνότητα της εκδήλωσης των Αρετών και των Ικανοτήτων μας. Δηλαδή δεν οφείλεται σε κάτι που συμβαίνει τυχαία, αλλά από συνειδητή εσωτερική στάση κατ’ εξακολούθηση, συστηματικά και με συνέπεια. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αγαπάμε τον Θείο Εαυτό μας, χωρίς να εκδηλώνουμε ικανότητες και αρετές που να το πιστοποιούν.

Αγαθοτέλεια

Αυτοκυβερνητική

Αυτοφωτοδοσία

Αυτοπαράδοση

Αυτοπυροδότηση

Αυτοθυσία

Αυταπάρνηση

Αυτοδιοίκηση

Αυτοσεβασμός

Αυτοεκτίμηση

Διδασκαλία

Αυτογνωσία

Διάκριση

Φρόνηση

Δικαιοσύνη

Ορθοπραξία

Ταπεινοφροσύνη

Ανιδιοτέλεια

Πίστη

Μακροθυμία

Αθωότητα

Ευψυχία

Ευσέβεια

Ανδρεία

Τιμιότητα

ΠΟΥ

Η εκπλήρωση της αγάπης προς τον Θείο εαυτό μας, πιστοποιείται από το βαθμό στον οποίο βιώνουμε την επίτευξη των Αξιών και των Αγαθών για τα οποία έχουμε προοριστεί να πληρωθούμε, ανάλογα με το πόσο τα έχουμε προσεγγίσει στο χώρο της ζωής μας. Μέτρο αξιολόγησης αποτελεί η ευρύτητα, η διεύρυνση, η αύξηση του πνευματικού εσωτερικού μας χώρου όπου κυριαρχούν συναισθήματα πληρότητας, λατρείας, ευτυχίας, ευφορίας, συγκίνησης, έκστασης, συμπόνιας, ησυχίας, αφοβίας, αποδοχής.

Αγάπη

Αρμονία

Σοφία

Αλήθεια

Ζωή

Κάλλος

Ενότητα

Ειρήνη

Ελευθερία

Μνημοσύνη

Χάρις

Φώτιση

Ευλογία

Ανάταση

Γαλήνη

Ευδαιμονία

Έρως

Φιλία

Ενθουσιασμός

Ελπίδα

Θαυμασμός

Ευσπλαχνία

Ομόνοια

Ενωτικότητα

Δοτικότητα

Χώρος και χρόνος αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, η αξία του οποίου προσδιορίζεται από την συνείδησή μας που ορίζει –νομίζει– την αξία αυτού του νομίσματος, επομένως ο χώρος και η ποιότητα είναι έννοιες συνυφασμένες με τα αγαθά και τις αξίες που διεκδικούμε με την ελεύθερη βούλησή μας. Εν κατακλείδι μπορώ να ελέγξω εάν αγαπώ αληθινά τον εαυτό μου από τις παραπάνω συνθήκες και προϋποθέσεις. Το αποτέλεσμα της εκδήλωσής μου γενικότερα, μπορεί να αποδείξει εάν αγαπώ τον εαυτό μου και συγκεκριμένα εάν βρίσκομαι σε δρόμο Χριστοποίησης και Θέωσης.

Η Αγάπη προς τον Ανώτερο Εαυτό και την Ψυχή μας

ΠΟΙΟΣ

Η Ατομικότητα του Ανώτερου εαυτού μας, το Είναι του Όντος που Είμαστε, ο Πυρήνας της Ψυχικής μας Συνείδησης, συνδέεται με την Υπερσυνείδηση και την εν εγρηγόρσει Συνείδησή μας. Η ψυχή μας είναι το περίπνευμα, ο συμπλέκτης ανάμεσα στο πνεύμα-γκάζι και στο σώμα-φρένο, ο σύνδεσμος πνεύματος και ύλης, ο προσαρμοστής-ρυθμιστής αυτής της σχέσης που ταυτόχρονα λειτουργεί και σαν πολλαπλασιαστής ή μεταλλάκτης. Όταν αγαπάμε την ψυχή μας αποδεσμευόμαστε από κάθε υπερεγώ όπως εθνοφυλετικό θρησκευτικό κοινωνικό κ.λπ., που συχνά χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία, ιδιοτέλεια, σκληρότητα, υποκρισία, πλεονεξία, βία, αδιαφορία, εκδικητικότητα.

Στον Εσωτερικό Χριστιανισμό το σύμβολο της ψυχής που μετανοεί και Παρθενοποιείται, είναι η Μητέρα Μαρία η Μαγδαληνή. Η αγάπη προς τον αρνητικό μας εαυτό κρύβει το δυναμικό που απαιτεί ο δρόμος της Χριστιανοσύνης. Αυτό συμβολίζει ο Ιούδας, που πρέπει να μετουσιώσουμε εντός μας. Τέτοιο σύμβολο μετουσιωμένου Ιούδα, για τον οποίο γράφτηκε ότι το έργο του ζυγίζει όσο των υπολοίπων Αποστόλων μαζί, είναι ο Παύλος που ξεκίνησε σαν αρνητής.

Τα πεδία δράσης της Ψυχής είναι κυρίως από το Κατώτερο ψυχικό, το Αιτιατό Συνειδησιακό και το Ανώτερο Νοητικό αν και ελέγχει όλα τα κατώτερα. Η έδρα της θεωρείται το κωνάριο, η επίφυση, που συνδέεται με το Ιερό κέντρο της Κεφαλής.

ΓΙΑΤΙ

Οι Προδιαγραφές και οι Σκοπιμότητες για την δημιουργία της Ψυχής, σχετίζονται με τον Νόμο της Αρμονίας, της Αιτιότητας, του Συντονισμού και της Κυβερνητικής. Δηλαδή, αγαπάμε την ψυχή μας όταν η Θέληση, η Νόηση, η Φαντασία και η Λογική μας βρίσκεται σε αρμονία με τους Θείους Νόμους.

Θέληση

Νόηση

Φαντασία

Λογική

Αίσθηση

Ψυχισμός

Ψυχοσύνθεση

Διαμεσότητα

Πλαστικότητα

Αισθαντικότητα

Οι Ανάγκες και οι Ενέργειες που καλύπτονται όταν αγαπάμε την ψυχή μας, συνδέονται με τις εξωτερικές και εσωτερικές αισθήσεις, που έχουν ισορροπία μεταξύ τους π.χ. ακοή-διακοή/όραση-διόραση/όσφρηση-διόσφρηση/γεύση-διγεύση/αφή-διαφή. Αλλά και στα παράγωγά τους, π.χ. στη γεύση χρειάζεται μια αναλογία που να μας ταιριάζει ατομικά (μεταξύ γλυκού, καυτερού, ξινού, αλμυρού και πικρού). Επίσης, οι παλμοί-δονήσεις, οι ήχοι-χρώματα, δημιουργούν θεραπευτικές αρμονίες, όταν αγαπάμε την ψυχή μας. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε θα εμπνευστούμε να διαλέξουμε οπτικοακουστικά ερεθίσματα και εντυπώματα που μας ωφελούν.

Συνεργασία εαυτού

Αξιοποίηση

Έρευνα

Σύνθεση

Ευελιξία

Προβολή

Ενημέρωση

Εκπομπή

Πληροφόρηση

Διατήρηση

Ακοή

Όραση

Όσφρηση

Γεύση

Αφή

Τα Ορμέμφυτα και τα Ένστικτα που διαθέτει για την εκπλήρωση των αναγκών και των ενεργειών που απαιτούνται είναι τα παρακάτω:

Σύλληψη

Σύναψη

Άποψη

Σκέψη

Παρατήρηση

Κρίση

Τάσεις

Ροπές

Περιέργεια

Προσοχή

ΤΙ

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνδέονται με ένα Πρόγραμμα Λειτουργιών, δηλαδή το ότι αγαπάμε την ψυχή μας πρώτα από όλα, καθρεπτίζεται από τις σχέσεις μας με την γυναίκα-ψυχή και την χρήση του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου μας σε αρμονία με το αριστερό και θεμελιώνεται στην Αυτοπαρατήρηση και την ανάπτυξη υγιούς σκέπτεσθαι.

Διορατικότητα

Διαλογισμός

Αυτοκριτική

Αυτοσυγκέντρωση

Αυτοπαρατήρηση

Σκέπτεσθαι

Ιδιοσυγκρασία

Αφομοίωση

Ανάλυση

Υπόθεση

Συγκινήσεις

Συναισθήματα

Επιθυμίες

Συνήθειες

Αισθήματα

ΠΩΣ

Όσον αφορά τις Ευθύνες και τις Υποχρεώσεις μας αν θέλουμε να αγαπάμε την ψυχή μας, τότε οφείλουμε να δούμε εάν την τροφοδοτούμε, την καθαρίζουμε, την καλλιεργούμε, την εξελίσσουμε και εάν τελικά την Παρθενοποιούμε για να γεννήσει Χριστό.

Σχεδιασμός

Προγραμματισμός

Οργανωτικότητα

Δόμηση

Εφαρμογή

Εντύπωμα

Διάθεση

Δεοντολογία

Δραστηριότητα

Εστίαση

Ενδιαφέρον

Πολικότητα

δυναμισμός

Προσαρμοστικότητα

Εμπειρία

Όσον αφορά τα Δικαιώματα και τις Εξουσίες που μας δίνονται για να αγαπάμε την ψυχή μας είναι:

Ευφυΐα

Αυτοσχεδιασμός

Εκτίμηση

Πειραματισμός

Αντίληψη

Ονείρεμα

Αυτοέλεγχος

Ενεργητικότητα

Ηπιότητα

Μαγνητισμός

Βλέμμα

Γλώσσα σώματος

Βάδισμα

Μορφασμοί

Χειρονομίες

Θα διακρίνουμε αυτά τα στοιχεία στα παιχνίδια μας, στις σχέσεις μας με τον χορό, το τραγούδι, τη μουσική και τα ταξίδια μας.

ΠΟΤΕ

Όπως έχουμε πει ήδη, οι δυνατότητες των προγραμμάτων-λειτουργιών μας ενεργοποιούνται όταν διαθέτουμε ανάλογες Αρχές Αγωγής. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε την ψυχή μας, να μην έχουμε αίσθηση κυριότητας του εαυτού μας και μια σχετική αυτονομία, αυτάρκεια, βασισμένη σε μελέτη και έλεγχο των επιλογών μας.

Πιο συγκεκριμένα λοιπόν:

Πρόγνωση

Μελέτη

Επιλογή

Έλεγχος

Ταξινόμηση

Αυτάρκεια

Αυτονομία

Αυτοοργάνωση

Αυτοδιαχείριση

Αυτοπειθαρχία

Αφοσίωση

Κυριότητα

Άθληση

Αυτοσυγκράτηση

Προστασία

ΠΟΣΟ

Το πόσο γρήγορα εξελισσόμαστε εξαρτάται από την συχνότητα της εκδήλωσης των Αρετών και των Ικανοτήτων μας. Δηλαδή, δεν οφείλεται σε κάτι που συμβαίνει τυχαία, αλλά από συνειδητή εσωτερική στάση κατ’ εξακολούθηση, συστηματικά και με συνέπεια. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αγαπάμε την ψυχή μας, εάν δεν ενεργοποιούμε τις ικανότητες και τις αρετές μας, ώστε να μην τροφοδοτούνται τα πάθη και οι αδυναμίες μας.

Σεμνότητα

Προσήνεια

Γνησιότητα

Ολιγάρκεια

Ανυστεροβουλία

Μεταδοτικότητα

Ευθυκρισία

Κατανόηση

Ευστροφία

Αξιολόγηση

Αγνότητα

Ήθος

Ευγένεια

Αδελφοσύνη

Εργατικότητα

Σωφροσύνη

Ευσυνειδησία

Τόλμη

Εγκράτεια

Σθένος

Φιλότιμο

Φιλομάθεια

Φιλαλήθεια

Φιλοπονία

Φυσιολατρία

ΠΟΥ

Η εκπλήρωση της αγάπης προς την ψυχή μας, πιστοποιείται από το βαθμό στον οποίο βιώνουμε την επίτευξη των Αξιών και των Αγαθών για τα οποία έχει προοριστεί και ανάλογα με το πόσο τα έχουμε προσεγγίσει στο χώρο της ζωής μας. Μέτρο αξιολόγησης αποτελεί η ευρύτητα, η διεύρυνση, η αύξηση του ψυχικού εσωτερικού μας χώρου όπου κυριαρχούν συναισθήματα όπως ευχαριστία, συμπόνια, χαρά, συγχώρεση, ευγνωμοσύνη. Όταν αγαπάμε την ψυχή μας απολαμβάνουμε τα αγαθά που είναι προορισμένα γι’ αυτήν.

Νοημοσύνη

Μέτρο

Γνώση

Μάθηση

Γλώσσα

Ανεξαρτησία

Φιλοκαλία

Φιλανθρωπία

Φιλαλληλία

Φιλοξενία

Δημιουργικότητα

Ευεξία

Επικοινωνία

Άνεση

Ασφάλεια

Η Αγάπη προς τον Κατώτερο Εαυτό και το Σώμα μας

ΠΟΙΟΣ

Η Προσωπικότητα του Κατώτερου Εαυτού μας, το Φυσικό Εγώ, είναι ο Πυρήνας της Υλικής μας Συνείδησης, δηλαδή της Ύπαρξης του Υλικού Όντος, που συνδέεται με το ασυνείδητο και υποσυνείδητο και τις λειτουργίες του βιοφυσικού μας σώματος μαζί με το αστρικό σώμα και το κατώτερο νοητικό, δηλαδή τη διάνοια. Η αγάπη μας προς αυτό πιστοποιείται, όταν αναγνωρίζουμε πώς να το ωφελούμε και να το φροντίζουμε, αντί να το βλάπτουμε και να το κακοποιούμε. Αυτό συμβαίνει όταν δεν παραμελούμε το σώμα μας, όταν δεν το αδικούμε και καλύπτουμε τις αληθινές του ανάγκες, δηλαδή, απέχοντας από ελλείψεις και υπερβολές, έχοντας αποδοχή και αγάπη προς την μορφή μας «νους υγιής εν σώματι υγιές».

Όταν αγαπάμε αληθινά την προσωπικότητά μας αποδεσμευόμαστε από τον εγωισμό και τον ατομισμό μας, όπως και κάθε καταπιεσμένο πονηρό ή νοσηρό ζωώδες σκοτεινό εγώ που έχουν δημιουργήσει τα πάθη μας. Απεκδυόμαστε το προσωπείο του θύματος και την ταυτότητα του δούλου, που μπορεί να έχει προσωπείο ναρκισσισμού ή εγωκεντρισμού. Οι ποιότητες του όχλου, η κουτοπονηριά, η ασέβεια, η αχαριστία, η συμφεροντολογία και η ηλιθιότητα, δηλαδή η παραμονή μας στη λήθη επί μακρόν, μας στερούν τη δυνατότητα να εκδηλώσουμε αγάπη προς τον εαυτό μας και ακόμα περισσότερο η αχαριστία και η υποκρισία. Αυτό επιτυγχάνεται μόνον όταν το πνεύμα κυβερνάει την ψυχή μας, δηλαδή όταν ο Θείος μας Εαυτός αφομοιώνει τον ανώτερο, ώστε να μην καταδυναστεύει τον κατώτερο, αλλά να τον συντονίζει σύμφωνα με τους Θείους Νόμους. Όπως είχε πει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος για τον Χριστό «εγώ να ελαττώνομαι και Εσύ να αυξάνεις».

Στον Εσωτερικό Χριστιανισμό ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι το σύμβολο του αποκεφαλισμού της διάνοιας της θυσίας του γήινου εαυτού μας, για να ανοίξει ο δρόμος της εκδήλωσης του Θείου εαυτού μας. Είναι σύμβολο μετάνοιας, κάθαρσης, βάπτισης στο Πρωταρχικό πνεύμα της Χριστοποίησης, διότι όπως είπε ο Χριστός «κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή από όσους γεννήθηκαν από γυναίκα», εννοώντας ταυτόχρονα ότι η Θεοτόκος Μαρία, η Μητέρα Του, ήταν Λόγος όπως και ο Ίδιος.

Η αγάπη προς το πνεύμα και την ψυχή μας είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να αγαπάμε και το σώμα μας, ώστε να μην βασανίζεται από παθήσεις και ασθένειες, καθώς και άσκοπες φθορές. Όταν είμαστε κύριοι του σώματός μας, πράγμα σχετικό με την πνευματική εξέλιξη και κατάσταση, τότε κυβερνάμε με ενότητα, συνεργασία και ευρυθμία τα άτομα που μας αποτελούν, τα μόρια, τα κύτταρα, τα όργανα και τα μέλη μας. Τα πεδία δράσης της προσωπικότητας του υλικού εαυτού μας είναι από το κατώτερο νοητικό, δηλαδή την Διάνοια, τον διττού νου, το Αστρικό και το Αιθεροφυσικό. Η έδρα του στο σώμα βρίσκεται στο συκώτι-ηλιακό πλέγμα, που συνδέεται με το Ιερό κέντρο της λεκάνης.

Γράφτηκε ότι «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» και γι’ αυτό η προσωπικότητα είναι ο αποδέκτης αλλά και ο πρόξενος των χρεοφειλών μας, που οφείλονται στις λανθασμένες επιλογές μας. Επίσης γράφτηκε ότι «το πνεύμα το Άγιο τα ελλείποντα πληροί και τα ασθενούντα θεραπεύει». Συμπερασματικά, η δικλείδα ασφαλείας του υλικού μας εαυτού βρίσκεται στο πνεύμα μας, εάν και εφόσον είναι συντονισμένο με τους Θείους Νόμους και το «Αγαπάτε Αλλήλους».

Στον Εσωτερικό Χριστιανισμό το σύμβολο του μετουσιωμένου υλικού εαυτού μας, που βοηθάει να σηκώσουμε το Σταυρό του Χριστού που φέρουμε εντός μας, είναι ο Σίμων ο Κυρηναίος, που οδηγείται από την πνευματική του Συνείδηση και οδεύει σε Χριστοποίηση. Είναι ο Ιωάννης ο εκ της γης αναβαίνων.

ΓΙΑΤΙ

Οι Προδιαγραφές καλύπτουν τις Σκοπιμότητες της δημιουργίας του Υλικού μας φορέα, δηλαδή τα όργανα και τα αισθητήρια της συνδιαλλαγής μας με τα υλικά πεδία, ώστε να λάβουμε τις απαραίτητες εμπειρίες. Εκείνοι που γνωρίζουν την Θεία Νομοτέλεια κατέχουν ότι ο ίδιος μας ο εαυτός σχεδιάζει την φυσική μας μορφή πριν την ενσάρκωσή του, σύμφωνα με τις χρεοφειλές που ορίζονται από τον Νόμο της Ανταπόδοσης, ή αλλιώς τον Νόμο της Ισορροπίας της ζωής και του θανάτου, τους Φυσικούς και Κοσμικούς νόμους. Επομένως, αγαπάμε αληθινά το σώμα μας, όταν αγαπάμε την μορφή μας και όταν έχουμε αποδεχτεί όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας.

Γονίδια, DNA, RNA

Κυτταρική μνήμη

Φύλο

Όνομα

Ηλικία

Σωματότυπος

Διάπλαση

Όγκος

Βάρος

Ύψος

Χρώμα οφθαλμών

Χρώμα δέρματος

Χρώμα μαλλιών

Αποτυπώματα

Οδοντοστοιχία

Οι Ανάγκες και οι Ενέργειες είναι συνυφασμένες με τις προδιαγραφές και τις σκοπιμότητες του υλικού σώματος. Η αγάπη μας προς αυτό πιστοποιείται όταν του παρέχουμε τα παρακάτω, έχοντας επίγνωση των αναλογιών.

π.χ. 1% -10 γρ. βότανα/40%-400 γρ. φρούτα/9%-90 γρ. λίπη,έλαια/30%-300 γρ. λαχανικά/20%-200 γρ. λευκώματα

Υγιεινή

Ύπνος

Εργασία

Θέρμανση

Φαγητό

Σωματική αγωγή

Ξεκούραση

Άσκηση

Θεραπεία

Στέγαση

Μέταλλα

Βιταμίνες

Λίπη

Υδατάνθρακες

Πρωτεΐνες

Τα Ορμέμφυτα και τα Ένστικτα του υλικού μας εαυτού εξυπηρετούν ανάγκες και ενέργειες και γι’ αυτό η αγάπη μας προς αυτόν εκφράζεται όταν δεν τα καταπιέζουμε και φροντίζουμε να τα εκδηλώνουμε με Ισορροπία. Στα παρακάτω συγκαταλέγονται και τα παράγωγα της ανάλυσής τους. Π.χ. έχουμε ανακλαστικές λειτουργίες μελών (τρέμουλο, σφίξιμο, τέντωμα, φαγούρα, τίναγμα), ματιών, μύτης, αυτιών και προσώπου, που αναλύονται ως ανακλαστικά στόματος, χειλιών, δοντιών, γλώσσας, λαιμού. Του λαιμού αναλύονται σε: λόξιγκας, βήχας, φτέρνισμα, ρέψιμο, χασμουρητό. Του στόματος αναλύονται σε: στεναγμός, γέλιο, ροχαλητό, μουγκρητό, ουρλιαχτό. Η απέκκριση αναλύεται σε εφίδρωση, ούρηση, αφόδευση, εκπνοή, οσμή και όλα αυτά οφείλουμε να τα αποδεχτούμε και να τα αγαπήσουμε, αντί να ντρεπόμαστε και να συντηρούμε συμπλέγματα καταπίεσης.

Οργασμός

Ομιλία

Κίνηση

Αύξηση

Συντήρηση

Γυμναστική

Φυσική ζωή

Καθαριότητα

Χαλάρωση

Ανακλαστικά

Απέκκριση

Θερμότητα

Αναπνοή

Πόση

Θρέψη

ΤΙ

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνδέονται με ένα Πρόγραμμα Λειτουργιών, δηλαδή το ότι αγαπάμε τον κατώτερο εαυτό μας πιστοποιείται όταν ενεργοποιούμε τα παρακάτω με ευρυθμία, όπως τα παράγωγα π.χ. της εκφραστικότητας, έκπληξη, απορία, χαρά, φόβος, λύπη κ.λπ. και τα χαρακτηριστικά της φωνής, που έχει χροιά, ένταση, ύψος, βάθος, δύναμη κλπ.

Κοινωνικότητα

Εκδήλωση

Φύλαξη

Βίωση

Πράξη

Αναβάθμιση

Εκφραστικότητα

Ευπρέπεια

Πρακτικότητα

Κατοικία

Εγκέφαλος

Πνεύμονες

Καρδιά

Στομάχι

Γεννητικά όργανα

ΠΩΣ

Όσον αφορά τις Ευθύνες και τις Υποχρεώσεις μας, αν θέλουμε να αγαπάμε το σώμα μας οφείλουμε να φροντίζουμε τα εξής, έχοντας επίγνωση ότι με την αναπνοή διαχειριζόμαστε τους πέντε Αιθέρες που σχετίζονται με τις πέντε Συμπαντικές Δυνάμεις που γνωρίζει η επιστήμη. Η ψυχή μας μαθητεύει σε μια εσωτερική αλχημεία, ώστε να γίνουμε κύριοι, δηλαδή σοφοί διαχειριστές των ενεργειών που μας αποτελούν, μας τροφοδοτούν και μας περιβάλλουν. Αυτές οι πέντε Κοσμικές Δυνάμεις (Βαρυτική, Ηλεκτρομαγνητική, Πυρηνική ασθενής, Πυρηνική ισχυρά, Αιθέρας) σχετίζονται με τους πέντε Ζωτικούς Αιθέρες που αναπνέουμε (τον Φυσικό ή Βιοχημικό, τον Γεωμαγνητικό, τον Ηλεκτρομαγνητικό, τον Φωτεινό και τον Ηλιακό ή Αστρικό ή Συμπαντικό αιθέρα). Η ποιότητα των Πράξεων, Συναισθημάτων, Σκέψεων, Λόγων, Κινήτρων μας εξαρτάται από την διαχείριση αυτών των ενεργειών. Το κλειδί αυτής της σοφής διαχείρισης μιας ανώτερης πνευματικής γνώσης το έχει ο Λόγος, που σκήνωσε μέσα μας και μας το δίνει στο βαθμό που κάνουμε πράξη το «Αγαπάτε Αλλήλους».

Σεξουαλικότητα

Περιποίηση

Προσανατολ. ύπνου

Ένδυση

Τροφογνωσία

Δεξιότητες

Διάδραση

Διαβίωση

Επανάληψη

Διαμονή

Νευρικό

Κυκλοφορικό

Αναπνευστικό

Ουροποιητικό

Μυϊκό

Όσον αφορά τα Δικαιώματα και τις Εξουσίες που έχουμε στο σώμα μας εάν το αγαπάμε είναι τα εξής, έχοντας επίγνωση ότι αγαπάμε και τα παράγωγά τους, π.χ. τις εκκρίσεις (δάκρυα, σάλιο, ιδρώτας, αίμα, σπέρμα).

Διαιώνιση

Αυτοβελτίωση

Ψυχαγωγία

Αυτοπροστασία

Διατροφή

Χρησιμότητα

Αυτοεξυπηρέτηση

Κληρονομικότητα

Κάλυψη

Επιστασία

Ενδοκρινικό

Λεμφικό

Αναπαραγωγικό

Πεπτικό

Οστέινο

ΠΟΤΕ

Όπως έχουμε πει ήδη, οι δυνατότητες των προγραμμάτων-λειτουργιών μας ενεργοποιούνται, όταν διαθέτουμε ανάλογες Αρχές Αγωγής. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε την προσωπικότητά μας, εάν δεν διακρίνουμε την αγωγή της φροντίδας της.

Αναπαραγωγή

Ανάπαυση

Αυτοίαση

Αυτοάμυνα

Αυτοσυντήρηση

Θεοσέβεια

Κοσμιότητα

Ανατροφή

Παράδοση

Εχεμύθεια

Αυτιά

Δέρμα

Μαλλιά

Νύχια

Δόντια

ΠΟΣΟ

Η αγάπη προς τον κατώτερο εαυτό μας πιστοποιείται από τις Ικανότητες και τις Αρετές, που αναπτύσσουμε συνειδητά.

Γονιμότητα

Αντοχή

Ισχύς

 Εξάσκηση

Επιβίωση

Υπευθυνότητα

Διόρθωση

Καθαρότητα

Επιμέλεια

Συμμετοχή

Αναβολισμός

Οξυγόνωση

Μεταβολισμός

Ενυδάτωση

Σίτιση

ΠΟΥ

Η εκπλήρωση της αγάπης προς τον υλικό εαυτό μας, πιστοποιείται από το βαθμό που του προσφέρουμε τις ανάλογες Αξίες και Αγαθά που του αντιστοιχούν. Μέτρο αξιολόγησης αποτελεί η ποιότητα και η επάρκειά τους, ώστε να μην υπάρχει ούτε έλλειψη, ούτε υπερβολή, ενώ τα συναισθήματα που συνοδεύουν τα αγαθά που απολαμβάνουμε είναι η αισιοδοξία, η ετοιμότητα, η ικανοποίηση, η ευχαρίστηση, η απόλαυση. Ως μέλος οικογένειας η προσωπικότητα βιώνει αγαθά και αξίες, την αναγνώριση, την εμπιστοσύνη, το παιχνίδι, την θαλπωρή, την δυναμικότητα της επιδοκιμασίας και της επιβράβευσης. Αν τα στερηθεί θα έχει τάση να τραβά την προσοχή και ανάγκη εξωτερικής επιβεβαίωσης, έλλειψη αυτοεκτίμησης, με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητική, κουραστική, καταπιεστική, απαιτητική και κακομαθημένη με ναρκισσιστικές τάσεις, λόγω εσωτερικής αντίδρασης.

Ευ ζην

Ευτυχία

Δόξα

Καταξίωση

Πλούτος

Υγεία

Ομορφιά

Ζωτικότητα

Δύναμη

Ευρωστία

Οργόνη

Ήλιος

Αέρας

Νερό

Τροφή


Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«αυτή εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς».

«μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχή αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».

«υμείς φίλοι μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν».

«ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος υμάς δε εύρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν».

«ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη, ίνα ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα εν τω ονόματι μου, δω υμίν».

«ταύτα εντέλλομαι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Κατά Ιωάννην ιε΄, 12-17

«και δευτέρα ομοία, αύτη αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν, μείζων τούτων άλλη εντολή ουκ έστι». Κατά Μάρκον ιβ΄31

Για να κατανοήσουμε την σχέση μας με τον πλησίον, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε την σχέση ατομικότητας και συλλογικότητας. Ο πλησίον είναι εν δυνάμει εκπρόσωπος κάποιας συλλογικότητας. Κάποιας συλλογικής κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, θρησκευτικής, φυλετικής συνείδησης.

Η πόλις αποτελεί την πρωταρχική εκδήλωση ενός φαινομένου στον ελλαδικό χώρο, το οποίο αποκαλείται σήμερα κοινοτισμός. Στον κλασικό Ελληνικό κόσμο η κατοχύρωση της προσωπικότητας εγγυάτο την ενδυνάμωση της συλλογικότητας. Η ανυπαρξία πολιτικής εκπροσώπησης και η απευθείας και άμεση άσκηση της πολιτικής εξουσίας από την συνέλευση των πολιτών, δηλαδή χωρίς ύπαρξη μεσαζόντων, αποτελεί το σταθερό σημείο αναφοράς των νεότερων πολιτικών θεωριών. Σε μια αρχαία ελληνική Πόλη το άτομο έτρεφε τη συλλογικότητα. Ενώ στην περίπτωση ενός ανθρώπινου κοπαδιού ή όχλου συμβαίνει το αντίθετο: η ομαδική ισχύς δυναμώνει (φανατίζει) τα ελλειμματικά άτομα.

Στα πλαίσια της κοινότητας το άτομο και η κοινωνία αποτελούν συμπληρωματικές όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η κοινότητα για να υπάρξει ως τέτοια χωρίς να κινδυνεύει να ολισθήσει, είτε προς την κατεύθυνση της ανταγωνιστικής ατομιστικής ασυδοσίας, είτε προς αυτήν του ισοπεδωτισμού και της μαζοποίησης, πρέπει να παράξει μια εξισορροπητική οντολογική σταθερά: το ΠΡΟΣΩΠΟ. Πρώτη ύλη του προσώπου αποτελεί το άτομο. Το άτομο είναι από τη φύση του κάτι απρόσωπο –όλοι είμαστε άτομα. Στην κλασική Ελλάδα το απρόσωπο άτομο εισάγεται στη διαδικασία αναβάθμισής του και ταυτοποίησής του σε πρόσωπο. Αυτό επετεύχθη μέσω της εκπαίδευσής του και της ανάληψης από αυτό αντίστοιχων ευθυνών, ως προς τις ζωτικές λειτουργίες της κοινωνίας (θεσμοί). Αυτή η εκπαίδευση και η ανάληψη ευθυνών οδηγούν σε μία άνευ προηγουμένου διεύρυνση του περιορισμένου ατομικού ορίζοντα. Η κοινότητα δεν αντιμετωπίζει το άτομο μηχανιστικά και αδιάφορα, ως μελλοντικό ιδιώτη, αλλά επενδύει σ’ αυτό ως αναντικατάστατο συστατικό της. Απ’ την άλλη η ίδια δεν αντιμετωπίζεται από το πρόσωπο σαν ένα πεδίο ωφελιμιστικής δράσης, αλλά σαν μια προσωπικής σημασίας υπόθεση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόσωπο πραγματώνει την αυτοσυνείδηση ως την πιο προηγμένη μορφή της κοινωνικής συνείδησης.

Το πρόσωπο είναι το σημείο συνάντησης και σύνθεσης ατόμου και κοινωνίας και επίσης το σημείο εκκίνησης της ενσυνείδητα και αυτόβουλα κατευθυνόμενης πολιτισμικής δραστηριότητας. Επιπλέον, το πρόσωπο αποτελεί μια σχέση ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία, από την ποιότητα της οποίας εξαρτάται όχι μόνο το πολιτισμικό της αποτέλεσμα, αλλά η ίδια η συνοχή της.

Οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της σχέσης οδηγεί διαπιστωμένα, είτε σε κοινωνίες γενικευμένης επιθετικής ιδιώτευσης, είτε σε κοινωνίες συγκαλυμμένου ολοκληρωτισμού και γενικευμένης αμυντικής ιδιώτευσης. Η Αρχαία ελληνική σκέψη αντιδιαστέλλει σαφώς και χαράζει τα όρια μεταξύ ατομικού όντος (ως ελευθερίας και δημιουργίας) και κοινωνικού (συλλογικού όντος), ως αναγκαιότητας. Η ιεράρχηση των αξιών ακολουθεί την κατιούσα από την κορυφή, όπου τοποθετείται το άτομο (το ελεύθερο ον), προς την κοινωνία (συμβατικό ον). Η νοηματοδότηση εκκινεί από το άτομο προς την κοινωνία, και όχι αντίστροφα, καθώς συμβαίνει με την μυθολογική και θρησκευτική σκέψη. Ο άνθρωπος είναι δημιουργός των νόμων (θεσμών, κοινωνίας), και ως τέτοιος βρίσκεται πάνω από τους νόμους. Υπακούει στους νόμους, όσο έχει πλήρη συνείδηση ότι είναι αυτός ο δημιουργός και εγγυητής των νόμων (θεσμών). Η πολιτεία (συνύπαρξη πολιτών) είναι ιερή και άξια σεβασμού, μέσα στα πλαίσια του σεβασμού του δημιουργήματος από τον δημιουργό. Αλλά κυρίως μέσα στο πλαίσιο αναγνωρίσεως και προϋποθέσεως του άλλου ως συνδημιουργού.

Το ατομικό Είναι (ο πολίτης) θέλει την πολιτεία καλή-καγαθή, γιατί κι’ αυτός αναγνωρίζει (ορίζει) τον εαυτό του καλό-καγαθό. Ο πολίτης (ατομικό ον) ως δημιουργός αγαπά και θαυμάζει την δημιουργία του (την πολιτεία) με τον ίδιο τρόπο που αγαπά, σέβεται και θαυμάζει εαυτόν. Ούτε μισεί, ούτε εχθρεύεται και πολύ περισσότερο δεν φοβάται την πολιτεία, με τον φόβο του δούλου ή του υποτελούς:

«…μία μόνη δουλεία εκούσιος λείπεται ουκ επονείδιστος. Αυτή δε εστίν η περί την αρετήν». Σύμφωνα με το βαθύτερο πυρήνα της αρχαιοελληνικής σκέψης, το τέλειο δημιούργημα (ως έργο της ελευθερίας), συνιστά ταυτόχρονα και την τελείωση του ατομικού Είναι. Το άτομο δεν αλλοτριώνεται μέσα στην δημιουργία του, αλλά αντίθετα ολοκληρώνεται μέσα σ’ αυτήν. Βλέπει την τελείωση του ατομικού Είναι στην τελείωση της δημιουργίας του. Η εξωτερική δράση, ως δημιουργία, είναι ο τρόπος του ατομικού Είναι: του αυτοτελειούμενου όντος. Η δημιουργική ανάλωση του ανθρώπου δεν αποτελεί καθρέφτη της ύπαρξης, αλλά εικόνα της ύπαρξης, ως δημιουργού. Ο Χριστιανισμός θέλει τον άνθρωπο αυτοτελειούμενο θεό: η ελευθερία του ατόμου εξαντλείται, ως δημιουργία, στην εσωτερική τελείωση-θέωση του ατόμου. Ο άνθρωπος είναι εσωτερικό και αυτοαναλούμενο φως, το οποίο συνενούται τελικά με το θείο φως. Αντίθετα, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αρνείται την διάσταση μεταξύ ανθρώπων και θεών.

Τέλος, η μετάβαση από την επική ποίηση, η οποία παρά τα διάσπαρτα ρήγματα στην ομηρική ποίηση προτάσσει το φυλετικό αξιακό σύστημα, στην ποίηση του Πίνδαρου και της Σαπφούς, με σαφή μετατόπιση από την συλλογική περιπέτεια σε κείνη της μεμονωμένης, ατομικής ύπαρξης, οριοθετεί την εποχή της εμφάνισης του ατόμου ως κέντρου αναφοράς του πολιτισμού.

Οι προτάσεις που δίνουν προτεραιότητα στο ατομικό Είναι, εκκινούν και παραπέμπουν σε δυο βασικές πνευματικές εστίες: τον χριστιανισμό και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο πυρήνας μεγάλου τμήματος της ευαγγελικής, αποστολικής και πατερικής διδασκαλίας, κατατείνει στην μετατόπιση του κέντρου από το «συλλογικό» ον (είτε αυτό ταυτίζεται με την κοινότητα, την ιστορία ή τον πολιτισμό) προς το ατομικό Είναι, με αμετακίνητο θεμέλιο την θέωση του ανθρώπου (του ατόμου-χριστιανού), τόσο ως οντοθεολογική προϋπόθεση, όσο και ως σχέδιο του Δημιουργού: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Κορινθ. Α’ 3). Το ατομικό Είναι τελειούται μέσα στην θέωση του ατόμου, με την εν πλήρη ελευθερία εξομοίωση προς το θείο.

Για την χριστιανική οντοθεολογία (δογματική), η κοινωνία, η ιστορία και ο πολιτισμός ταξινομούνται ως εγκόσμια τάξη, ως εγκόσμιο περιβάλλον και κυρίως ως πεπτωκός Είναι, απέναντι στο οποίο ορθώνεται ο προς θέωση άνθρωπος. Οι αποχρώσεις, οι διαβαθμίσεις ή η ιεράρχηση του εκτός ατομικού Είναι κόσμου, εξαλείφονται ως μη ουσιαστικές, ή μη συστατικές της θεωτικής πορείας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αναγνωρίζεται ως αποκλειστικός δημιουργός της θέωσής του ή της πτώσης του. Στην χριστιανική σκέψη (και αναφερόμαστε πάντα στην Ορθοδοξία), δεν αναγνωρίζεται τίποτα πέρα από την εσωτερική ελευθερία (αυτεξούσιο) του ατόμου, που σαν τέτοιο οφείλει να οδηγηθεί στην θέωση. Το θαύμα της θέωσης του ατόμου συντελείται με προσωπική (του προσώπου) ευθύνη μέσα στον κόσμο και ερήμην του κόσμου, διότι: «γέγραπται άγιοι γενέσθαι, ότι εγώ άγιος ειμί» (Πέτρου Α’, 1). Δηλαδή η θεωτική πορεία του ανθρώπου αποκόπτεται από τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες του όντος, ή αλλιώς, από την ανθρώπινη συνθήκη.

Ολόκληρο το οντοθεολογικό (δογματικό) σχέδιο του χριστιανισμού, αδυνατεί να ξεπεράσει την βασική αντίφαση: πώς συμβιβάζεται η απόλυτη προτεραιότητα του ατομικού Είναι, δηλαδή η ελευθερία της ανθρώπινης ύπαρξης και το αυτεξούσιο, με την πανταχού παρούσα θεϊκή υπόσταση, τον Θεό ως παντοδύναμο κριτή, νομοθέτη και δημιουργό του κόσμου; Ποια είναι τα περιθώρια της ελευθερίας της ύπαρξης μέσα σ’ ένα κόσμο σχεδιασμένο, επιτηρούμενο και απόλυτα ελεγχόμενο από την θεία βούληση ή την θεία πρόνοια; Η αντίφαση αυτή, επιτείνεται αν ληφθεί υπόψη ότι η ανθρώπινη ύπαρξη χρεώνεται αυτοδικαίως το προπατορικό αμάρτημα, από το οποίο οφείλει πρωτίστως να απαλλαγεί εξαγνιζόμενη, ταυτόχρονα με την έλευσή της στον κόσμο.

Εκείνοι οι Ορθόδοξοι θεολόγοι και κληρικοί που, αντί να προβάλλουν τη θεολογία του προσώπου, ασχολούνται άλλοι μεν στο πώς θα μεταρρυθμίσουν τη μορφή (τυπολογία) της εκκλησιαστικής παράδοσης, άλλοι δε στο πώς θα μουμιοποιήσουν-απολιθώσουν τη μορφή (τυπολογία) της εκκλησιαστικής παράδοσης, αδυνατούν να ανταποκριθούν στο αίτημα της ηθικής αυτονομίας των ατόμων και αδυνατούν να αναγνωρίσουν προβάδισμα στο υποκειμενικό βίωμα και στην προσωπική σχέση έναντι θρησκευτικών τύπων.

Το κοινωνικό ον, χωρίς καμιά απολύτως οντολογική κάλυψη (με την έννοια ότι οι προτάσεις περί του κοινωνικού όντος δεν διατυπώνονται από το ίδιο, αλλά από τα μεμονωμένα άτομα), μετασχηματίζεται σε αδυσώπητο κριτή και τιμητή του ατομικού όντος. Ανατρέποντας κάθε προηγούμενη πρόταση, το κοινωνικό Είναι μετασχηματίζεται σε θεό, δικαστή και ποιητή της ιστορίας. Αποτελεί το αλάθητο και αδιαφιλονίκητο κέντρο νοηματοδότησης και την πηγή αληθείας. Είναι σίγουρο, ότι αυτό που απαλλοτρίωσε ο ιστορικός άνθρωπος, δεν είναι «τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής της υλικής ζωής του», καθώς το θέλει ο ιστορικός υλισμός, αλλά την ικανότητα και την δυνατότητα να ορίζει την ύπαρξή του, όχι ως πράγμα (όπως συμβαίνει σήμερα), αλλά ως Λόγο.

Για τους θεολόγους μας, πρόσωπο είναι μόνο ο Άγιος. Δεν τους απασχολεί ο κοινός θνητός και το παρόν του, τους ενδιαφέρει ο χρόνος του μέλλοντος, αφού μόνο ο Άγιος, μόνο ο σεσωσμένος είναι πρόσωπο. Αυτό πρακτικώς σημαίνει εμμονή στην άρνηση της ιστορίας. Ή μήπως ταυτότητα έχουν μόνο οι τριαδικές υποστάσεις και οι άγιοι; Εάν συνεχίσουμε τη συζήτηση περί προσώπου, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο, δεν θα ωφεληθούμε σε τίποτα. Το παρελθόν από αυτή την άποψη είναι διδακτικό.

Όταν λέμε όμως «ατομικότητα» δεν εννοούμε υποχρεωτικά ένα αβυσσαλέο Εγώ. Εννοούμε έναν άνθρωπο που παίρνει την εικόνα του εαυτού του από μέσα του, δηλαδή αναρωτιέται ποιος είναι. Ενώ ο ομαδικός άνθρωπος παίρνει την εικόνα του εαυτού του από έξω, από το περιβάλλον του. Εδώ στην Ελλάδα παίρνεις την εικόνα του εαυτού σου από το περιβάλλον, από το τι θα πει ο κόσμος. Ο Δυτικός άνθρωπος θα αναρωτηθεί ο ίδιος «έκανα καλά ή δεν έκανα;». Θα κρίνει μάλιστα ως υποκείμενο και την ίδια την κρίση του.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχει καμία σχέση με το εξωτερικό του περιβάλλον. Επηρεάζεται και από τους άλλους ανθρώπους. «Επηρεάζεται ασφαλώς, αλλά το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι και το περιβάλλον πια παύει να θεωρεί ότι καθορίζει την ατομική εικόνα. Υπάρχει επιρροή, αλλά δεν είναι καθοριστική».

Η αποκαλούμενη «εμπειρία της αναγέννησης» του συντηρητικού Προτεσταντισμού, αποτελεί την τελειότερη έκφραση της καταναλωτικής θρησκείας των ημερών μας. Αυτή δεν απαιτεί από εμάς τίποτε περισσότερο από το να ευχόμαστε να αισθανθούμε σωσμένοι. Στους προτεσταντικούς κύκλους, η «σωτηρία» έχει καταντήσει να σημαίνει μια αυθυποβαλλόμενη άμεση θεραπεία, μια ψυχική κατάσταση μάλλον, παρά μια ουσιαστική, διαρκής και θυσιαστική πορεία προς τον Θεό, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της μυστηριακής εκκλησιαστικής λατρείας.

Η Ανάσταση δεν οδηγεί σε κάποιον απρόσωπο ομαδικό βίο, σε κάποια απρόσωπη κοσμική ψυχή, αλλά ανίστανται τα τεθνεώτα άτομα ως ψυχοσωματικές ατομικότητες, ένα-ένα, σε αποκατεστημένη κοινωνία με τον Θεό. Όταν τέλος της εκδημίας είναι η μετενσάρκωση, τότε έχουμε να κάνουμε με τον θρίαμβο της αδιαφοροποίητης ομάδας, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε τη μαζική επιστροφή ψυχών σε μια απρόσωπη ομάδα σαν εκείνη λ.χ. των αρχαιοελληνικών θρησκευτικών δοξασιών (κυρίως πλατωνικού και νεοπλατωνικού τύπου), της βουδιστικής νιρβάνα κ.ο.κ. Τουναντίον, η Ανάσταση προϋποθέτει ότι η ψυχή δεν είναι μια απρόσωπη σπίθα μιας απρόσωπης κοσμικής ψυχικής φλόγας, που εισέρχεται και ενεργοποιεί κάποιο σώμα, αλλά ότι είναι μοναδική, ότι έχει λάβει ατομικά τις δωρεές του Θείου Προσώπου που τη δημιούργησε μοναδικά την κάθε μια. Η Ανάσταση, λοιπόν, θεμελιώνει την ατομικότητα κάθε ανθρώπου, αφού καθένας είναι ατομικά και μοναδικά σημειωμένος από το φως του Θεού, θεμελιώνει την ενότητα όλων των ανθρώπων εν πνεύματι, αφού όλοι οι άνθρωποι είναι πραγματώσεις του Θείου Θελήματος και εικόνες Θεού, και επίσης η Ανάσταση αναβαπτίζει την ενότητα της ανθρωπότητας στην πνευματική μεταθανάτια ζωή.

Στο πλαίσιο του εκκλησιασμού, η ζωή όλων των ατόμων αποκτά κοινό νόημα, το οποίο είναι η πνευματική τους ένωση στην προοπτική της Ανάστασης, δηλαδή η ζωή γίνεται ευχαριστιακή και τα άτομα, από φυσικά και ιστορικά όντα, αναδεικνύονται σε «εκκλησιαστικά πρόσωπα», δηλαδή σε «άτομα-σε-αναφορά-προς-τον-Θεό», σε άτομα που υπάρχουν όχι ιδιοτελώς αλλά σε αναφορά προς την πηγή της σημασίας τους.

Όταν η συνείδηση του ανθρώπου είναι εγωκεντρισμένη στους λειτουργικούς τύπους καθ’ αυτούς και όχι στη ζώσα, προσωπική, παρουσία του Χριστού, τότε η Χριστιανική Πίστη εκπίπτει σε αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν «θρησκεία» κι ο εκκλησιασμός προσεγγίζεται με παγανιστικό τρόπο. Ως κοινωνικό έθιμο που τυποποιεί τις συνειδήσεις των μελών της ομάδας.

Πρέπει να διαχωρίσουμε τον εκκλησιασμό από κάθε τέλεσμα που αποσκοπεί στο να υποβάλλει με τις παραστάσεις του στους συμμετέχοντες σε αυτό, κάποια συναισθήματα. Ο πυρήνας του εκκλησιασμού δεν είναι συναισθηματικής τάξης αλλά υπαρξιακής, υπό την έννοια ότι είναι ο μυστηριακός εμβαπτισμός του φυσικού κόσμου στο πνευματικό του τέλος, και γι’ αυτό η Εκκλησία δεν είναι ένας κοινός κοινωνικός θεσμός, αλλά το διαιωνιζόμενο στους αιώνες Σώμα του Χριστού.

Ο σκοπός της Θείας Λειτουργίας δεν είναι να καλλιεργήσει ευσεβιστικές τάσεις, ούτε να εξυπηρετήσει ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες, αλλά να εισάγει τον κόσμο και την εγκόσμια ζωή στον θείο σκοπό, που είναι η ομοίωση με τον Χριστό.

Τα πιο πολλά άτομα τελικά ακολουθούν το πλήθος, είτε γιατί πιστεύουν, πως οι διαφορετικές, αν υπάρχουν, προσωπικές απόψεις τους έχουν ανάγκη αναθεώρησης, είτε γιατί νιώθουν αδύναμοι να εκφράσουν την αντίθεσή τους προς τους πολλούς. Διαπιστώνουμε λοιπόν κάθε μέρα γύρω μας τη φανερή προσπάθεια, που καταβάλλουν οι άνθρωποι, να μιμηθούν τις συνήθειες και τις ενέργειες της ομάδας και να κρύψουν με επιμέλεια τις προσωπικές τους διαφορές με το σύνολο. Είναι έντονη η προσπάθεια αυτή, που εκφράζεται με τη μόδα σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που δημιουργεί άτομα στερημένα βούλησης και που απομονώνει τις δημιουργικές και ελεύθερες προσωπικότητες. Και έτσι, επιβάλλεται η ομάδα στο κάθε σχεδόν άτομο.

Αυτή η μαζικοποίηση, η ομοιογενοποίηση μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί, αλλά μόνο στα άτομα που δεν έχουν γνωρίσει την προσωπικότητά τους. Η επίτευξη του «Γνώθι Σ’ αυτόν» θα μπορούσε να ενισχύσει την πίστη στη δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης, να δημιουργήσει τη γνώση του ορθού και του δίκαιου και να απελευθερώσει τον άνθρωπο από κάθε εξάρτηση και από κάθε προσκόλληση στη μάζα. Χρειάζεται στη συνέχεια να καταστήσουμε την προσωπικότητά μας αυτή Ισχυρή και Ελεύθερη. Επομένως, η ισχύς μιας προσωπικότητας είναι δυνατόν να αυξάνεται, όσο η πείρα του ατόμου αυτού ευρύνεται, όσο απλώνεται όλο και σε πιο μεγάλο κύκλο πραγμάτων ή φαινομένων και πλουτίζεται με τη λεπτομερέστερη δυνατή παρατήρηση. Γιατί είναι πολύ πιο εύκολος ο έλεγχος και η καθοδήγηση μιας μονοδιάστατης ομάδας ατόμων με τη μορφή μαζικής συνείδησης, από ό,τι ο χειρισμός των ίδιων ατόμων, όταν αποτελούν ανεξάρτητες και ελεύθερες προσωπικότητες, που γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και απαιτούν την ικανοποίησή τους.

Η κοινωνική δομή που προέρχεται από την φυλετική-αιματοσυγγενική κουλτούρα, βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Η κοινωνική ιεράρχηση με βάση το Γένος χάνει το κύρος της. Η εισαγωγή του Λόγου οδηγεί σε μια νέα κοινωνική πρακτική και σε ένα νέο κοινωνικό άτομο: τον Πολίτη. Τα άτομα δεν είναι πλέον ανώτερα ή κατώτερα μέλη σε μια συγγενική κλίμακα, αλλά πολίτες. Οι πολίτες εξ ορισμού είναι κάτοχοι μιας κοινής ιδιότητας: είναι μέλη της Πόλης. Όχι ίσοι, αλλά με ίσα δικαιώματα που απορρέουν απ’ αυτή την κοινή ιδιότητα ως μέλη της πόλης. Η ισότητα των πολιτών θεμελιώνεται στο δικαίωμα να είναι ίσος πολίτης μιας πόλης: να είναι ελεύθερος να χρησιμοποιήσει αυτή την νόμιμη ιδιότητα. Με άλλα λόγια, η ισότητα των ατόμων ως κοινωνικών όντων, θεμελιώνεται στην εξίσου συμμετοχή στην πόλη, και όχι στην εξίσωση των ατομικών όντων: θεμελιώνεται στην ελευθερία χρήσης και διάθεσης αυτής της συμμετοχής. Τα άτομα δεν είναι ίσα ούτε ισοδύναμα: τα άτομα είναι αναγνωρισμένα, διαφορετικά, αυτεξούσια και ελεύθερα (=αποδεσμευμένα από τα φυλετικά δεσμά), είναι πρόσωπα. Η ιεράρχησή τους μέσα στο κοινωνικό σώμα ακολουθεί τους κανόνες του πολιτικού λόγου: του λόγου που μιλά με και για τους πολίτες. Η κοινωνική πυραμίδα δεν καταργήθηκε, αλλά άλλαξε τους όρους σύστασής της. Η θέση μέσα στην νέα κοινωνική τάξη δεν συντηρείται κληρονομούμενη, αλλά αποκτάται. Η αιματοσυγγενική ιδιότητα παραχωρεί την θέση της στην πολιτική ιδιότητα: την ισότητα απέναντι στους νόμους και την Πολιτεία.

Ο Χριστιανός δεν ζει με τελικό σκοπό την ιστορική καταξίωση, αλλά τη θέωση δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Αρνούμενη η Δύση το δόγμα περί ακτίστων ενεργειών του Θεού και προσεγγίζοντας νομικίστικα τη Χριστιανική Πίστη, κατάργησε τη σημασία της ύπαρξης και περιόρισε τα πράγματα στη «σημασία» που έχει η σειρά των πράξεων, οι οποίες ως διαδικασία τείνουν προς ορισμένο σκοπό ιστορικής τάξης. Υπ’ αυτές τις πνευματικές προϋποθέσεις, νήπιοι όντες –αφού είναι αποκομμένοι από την πηγή της σημασίας– οι άνθρωποι της Δύσης επιχειρούν να διαχειριστούν το μηδέν, ενώπιον του οποίου τους οδηγεί η πνευματική τους ασημαντότητα, με το να παίξουν διάφορα παίγνια δύναμης, έτσι, προσπαθούν να αντικαταστήσουν το κενό Αλήθειας με διάφορες φαντασιακές κατασκευές που συνθέτουν τον οικουμενισμό και τη «νέα εποχή» και προσπαθούν να γίνουν ιστορικά σημαντικοί μέσω της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, η οποία αποτελεί τη θεότητα της παγκοσμιοποίησης. Εξ ου και ο οικουμενισμός, η «νέα εποχή» και η παγκοσμιοποίηση εκπίπτουν σε συνώνυμα της βαρβαρότητας, σύμβολα της οποίας στη Δύση έχουν υπάρξει ο Καρλομάγνος, το Βατικανό, η Μεταρρύθμιση, ο Ναζισμός, ο Μαρξισμός-Μπολσεβικισμός, ο Λευκός Οίκος, ως το «ανάκτορο» της «Pax Americana», οι Βρυξέλλες, ως η έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η Θεοσοφία με όλα τα παρακλάδια και συγγενή προς αυτήν μορφώματα.

Στο πλαίσιο του αγοραίου καπιταλισμού, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως οικονομική μονάδα που παράγει και καταναλώνει. Στο πλαίσιο του κρατικού καπιταλισμού, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται και πάλι εργαλειακά, ως οικονομική μονάδα που υπηρετεί τα σχέδια της κρατικής γραφειοκρατίας. Στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, ο άνθρωπος είναι το εργαλείο (ψήφος) που θα δώσει ένα (ψευδαισθησιακό) κάλυμμα λαϊκής / δημοκρατικής νομιμοποίησης στο πολιτικό κατεστημένο. Στο πλαίσιο μιας δικτατορίας, «δεξιού» ή «αριστερού» τύπου, ο άνθρωπος έχει τόση αξία όση του προσδίδει ο βαθμός στον οποίο είναι κομφορμιστής στις επιταγές και τα σχέδια της δήθεν «πεφωτισμένης» ηγεσίας, η οποία μάλιστα προβάλλεται ως τόσο «πεφωτισμένη» και πατερναλιστική δύναμη, ώστε να έχει το δικαίωμα να κυβερνά δικτατορικά. Στο πλαίσιο του εθνικισμού, ο άνθρωπος λαμβάνει την αξία του από τη συμμετοχή του σ’ ένα έθνος, δηλαδή έχουμε και πάλι να κάνουμε με μια συνολιστική ιδεολογία σχετικά με το ατομικό δείγμα του ανθρωπίνου είδους, του οποίου η υπαρξιακή/ηθική αυτονομία αποβαίνει ασήμαντη αφού η εθνική ταυτότητα εξαλείφει την ετερότητα του προσώπου. Σ’ αυτήν την παράδοση του Λαού μας, στον εκκλησιαστικό χώρο, σώζονται πράγματι το πρόσωπο και ο κοινοτισμός. Αυτά είναι συστατικά της υπαρκτής Ορθοδοξίας ως σήμερα.

Όλη η παράδοσή μας, σε κάθε έκφανσή της, είναι πορεία καθάρσεως-φωτισμού-θεώσεως. Και μεις διερωτώμεθα, πού θα βρούμε το «πρόσωπο»! Μέσα στο Λαό μας, το ζυμωμένο με την πίστη Λαό μας και στην κοινότητά του. Το πρόσωπο φαίνεται ως γεγονός στη θυσία για τον άλλο. Το «ολοκαύτωμα» σώζεται γνήσια στην παράδοσή μας. Διότι αληθινό ολοκαύτωμα δεν είναι να σε θυσιάζει ο άλλος, όσο τραγικό και αν είναι και άξιο τιμής, αλλά το να έχεις τη δύναμη να θυσιάζεσαι εσύ για τους άλλους. «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. 15,13). Ζάλογγο, Αρκάδι, Κούγκι, Θερμοπύλες, Μαραθώνας, Σαλαμίνα!.

Ο Καπιταλισμός δεν θα πέσει ποτέ! Ναι, ποτέ! Διότι είναι η κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου. Όπου πτώση, εκεί και Καπιταλισμός. Να, πώς συνεχίζεται ο Μεσαίωνας. Όπου πτώση, εκεί και Μεσαίωνας. Ας μελετήσει κανείς την αποκρυφιστική αμπελοφιλοσοφία, για να δει τι σημαίνει Μεσαίωνας. Είναι η ιδεολογία της αυτοθεοποίησης του ανθρώπου και της ωφελιμοκρατίας ως ευδαιμονισμού. Είναι το δόγμα κάθε δυτικού ανθρώπου, στη Δύση και στην Ανατολή.

Με τα δόγματα αυτά ο δυτικός κόσμος μετέβαλε το Χριστιανισμό σε ειδωλολατρία, προβάλλοντας στο χώρο του θείου και θεοποιώντας τις ανθρώπινες προλήψεις, εισάγοντας αναγκαιότητα στο Θεό (ζητεί ικανοποίηση από το πλάσμα του, ως φράγκος ηγεμόνας) και οπισθοδρομώντας στην αρχαιοελληνική θεολογική μυθολογία. Γι’ αυτό είχε κάποιο δίκιο ο Κοραής πιστεύοντας στη «μετακένωση». Αν δεν απελευθερωθούμε από το φράγκικο διανοητικισμό, δεν θα ξαναβρούμε την αυθεντικά ελληνική σκέψη.

Η ανθρώπινη προσωπικότητα μαζί με την εμφάνισή της στη ζωή, φέρνει σαν νόμο της υπόστασής της, το δικαίωμα να αντλεί από το περιβάλλον της τα μέσα της συντήρησης του οργανισμού της και τα μέσα της πνευματικής της ανέλιξης… Από πού αντλούν το δικαίωμα ορισμένοι άνθρωποι, ομάδες ανθρώπων ή και κράτη ακόμη να κρατούν αυτοί για τους εαυτούς τους τα αγαθά της ζωής, να καταδικάζουν τους ομοίους τους σε παντοειδείς στερήσεις, υλικές, ηθικές και πνευματικές; Από πού παίρνουν το δικαίωμα οι άνθρωποι να θεσπίζουν νόμους, που να προστατεύουν την κατάκτηση της γης με τη βία, αφού όλη η γη ανήκει σε όλους; Να δημιουργούν και να αναγνωρίζουν τη μεγάλη ιδιοκτησία; Να συγκεντρώνουν τα μέσα της παραγωγής, τα προϊόντα της εργασίας των άλλων και τα λοιπά αγαθά και να στερούν τη στέγη, την τροφή και τα μέσα της πνευματικής προόδου στους ομοίους και αδελφούς τους;

Εξάλλου, η Σχολαστική Θεολογία είναι υπεύθυνη για την υποκειμενοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού βίου σε ένα οικονομικό κερδοσκοπικό και ατομικό γεγονός, αφού ο Θεός είναι απλώς ένα αντικείμενο (και ο κόσμος είναι ένα αντικείμενο) που εξυπηρετεί μια υποκειμενική αυτάρκεια. Αντίθετα στην ελληνική πόλη η οικονομία γίνεται πια περιοχή δώρου και χαρίσματος. Παράγουμε ακριβώς για να δωρίζουμε τους εαυτούς μας και αυτό που παράγουμε είναι το δώρο προς τους άλλους.

Αυτός ο πολιτισμός οδηγεί στη λύση των κοινωνικών και προσωπικών αντιθέσεων δια της εξαφανίσεως του ίδιου του ανθρώπου ως φύση. Αυτός είναι ο χαρακτήρας του. Αυτό είναι το βαθύτερο συστατικό του στοιχείο. Ο άνθρωπος –λένε και όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού– δεν υπάρχει ουσιαστικά, αλλά διαμορφώνεται κοινωνικά και ο Μαρξ θεμελιώνει εκεί όλη τη λογική της μαρξιστικής-κομμουνιστικής αντίληψης. Στην πραγματικότητα, φύση του ανθρώπου δεν υπάρχει. Η θρησκεία με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε βοήθησε σ’ αυτήν την ύβρη του ανθρώπου. Έκανε τον άνθρωπο να θεωρήσει ότι απέναντι στην υπόλοιπη φύση, αυτός δεν είναι φύση. Είναι πέρα και πάνω από τη φύση. Μπορεί να καθοριστεί επομένως κοινωνικά, να εκπαιδευτεί και να φτιάξουμε μια κοινωνία στην οποία όλες οι αντιθέσεις, όλα τα προβλήματα θα έχουν λυθεί είτε μέσω της ατομικής πλήρωσης, που λέει ο Φιλελευθερισμός, είτε μέσα από το συλλογικό όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας, που έλεγε ο Μαρξισμός. Αυτά τα στοιχεία είναι που οδηγούν σήμερα στην καταστροφή του ψυχισμού των ανθρώπων.

Υπάρχει ένα ανθρωπολογικό όριο στην ανάπτυξη του Καπιταλισμού, διότι ο άνθρωπος υπάρχει ως χαρακτηριστικό, υπάρχει ως φύση, υπάρχει ως ψυχισμός και δεν είναι κάτι που απλά διαμορφώνεται από την κοινωνία στην οποία ζει, διότι αν ήταν έτσι τίποτε δεν θα ‘χε αλλάξει ποτέ, γιατί πάντοτε είναι διαμορφωμένος από την κοινωνία στην οποία ζει. Αυτό είναι ένα ψεύδος. Επομένως αυτό το σύστημα είναι ουτοπικό για έναν ακόμη λόγο. Γιατί αρνείται την ίδια τη φύση του ανθρώπου.

Ο 21ος αιώνας ήρθε και είναι ο αιώνας της σύγκρουσης ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πια γραμμές, που δεν έχουν να κάνουν με τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο συστήματα, αλλά έχουν να κάνουν με την εξάντληση του δυτικού παραδείγματος. Έφτασε στα όριά του. Παράγει το θάνατο και το αδιέξοδο. Μ’ αυτήν την έννοια τη στιγμή που έδειχνε ότι θριάμβευε, αναδεικνύονται τα όριά του, αναδεικνύεται ότι δεν έχει να μας δώσει τίποτε. Η Δύση δεν έχει να μας δώσει πια ιδέες, προβλήματα, κινήματα.

Θα σας αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα, που φαίνονται τα όρια αυτής της τάσης στην παγκοσμιοποίηση. Είναι το παράδειγμα του εδάφους. Γιατί στο Κεμπέκ παραλίγο να αποσχισθούν από τον Καναδά όπου υποτίθεται κέρδιζαν; Γιατί οι Σκώτοι ήδη περνάνε σε αυτονομία; Γιατί το ίδιο συμβαίνει με τους Καταλανούς; Γιατί το Βέλγιο διαλύεται και οι άνθρωποι ζητούν ανεξαρτησία; Ο άνθρωπος δεν υπάρχει αφηρημένα, όπως μας έλεγε ο Μαρξισμός και ο Νεοφιλελευθερισμός.

Οι άνθρωποι συνδέονται με τη χώρα τους, τη γη τους, έχουν σώμα και ταυτότητα, τη στιγμή που οι πολυεθνικές ενοποιούν με τον τρόπο τους τον κόσμο και πραγματικά προχωρούν στην παγκόσμια αστυνομία κ.ά.

Βασική ροπή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, είναι η εξάλειψη της συλλογικής ετερότητας –με όποια μορφή αυτή υφίσταται– με στόχο την επιβολή ενός παγκόσμιου ολοκληρωτικού, πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Για μια κυρίαρχη τάση ολοκληρωτικής επιβολής του αφηρημένου πάνω στο συγκεκριμένο, στο ελάχιστο, στο εφήμερο. Την καταστροφή που υφίσταται το υποκείμενο στην ύστερη νεωτερικότητα. Κάνοντας τον άνθρωπο άτομο η νεωτερικότητα έρχεται τώρα να τον μετατρέψει σε ρομπότ, στο πλαίσιο ενός τύπου κοινωνίας που έχει αγγίξει τα όρια του οικοσυστήματος, τα όρια της ζωής. Τα όρια αυτά, ορατά πλέον παντού, περιγράφουν ένα ιστορικό αδιέξοδο και συνάμα την αφετηρία του μετανεωτερικού προβληματισμού.

Πρόσωπο είναι το Άτομο στην απόλυτή του μορφή, από πλευράς ελευθερίας, βούλησης και ετερότητας. «Ουδέν ενικώτερον του προσώπου». Το πρώτο ζητούμενο, η διασφάλιση της ατομικότητας, καλύπτεται. Συγχρόνως υπερβαίνεται η πόλωση ατομικισμού - κολεκτιβισμού, γιατί το Πρόσωπο είναι υπόσταση: φορέας ενεργητικής καθολικότητας. Είναι υποκείμενο ενεργητικά υπεύθυνο για τον κόσμο ολόκληρο. Ελεύθερο από κάθε καταναγκασμό εξωτερικό και εσωτερικό. Ελεύθερο από την ιδιοτέλεια της πτωτικής φύσης του, ατομικής και συλλογικής. Είναι υποκείμενο αγαπητικής και όχι εξουσιαστικής ενέργειας. Το δεύτερο ζητούμενο, που είναι να έχει το μετανεωτερικό υποκείμενο πλανητική συνείδηση και ήθος, καλύπτεται πλήρως από την έννοια του Προσώπου.

Ο Δυτικός Άνθρωπος έχει αναπτύξει, σε άξονα της παρουσίας του, τη μηχανική-αλγοριθμική σκέψη, για να γίνει τελικώς θύμα της. Είναι γιατί η κυριαρχία πάνω στους άλλους και τη φύση, ήταν ο κεντρικός υπαρκτικός του προσανατολισμός. Πράγματι: αν για κάθε πρόβλημα φτιάχνω μια μηχανή, είναι γιατί θέλω κάποιος άλλος να εργάζεται στη θέση μου. «Βάζω τον αυτόματο πιλότο και πηγαίνω για ύπνο». Τα μηχανικά συστήματα αυτονομούνται, γιατί εγώ ο ίδιος τα θέλω αυτόνομα. Με ενοχλεί όμως που η αναπαραγωγή τους μου επιβάλλεται τελικά ως σκοπός της ζωής μου. Η μηχανοποίηση καταλήγει αναπόφευκτα και στη δική μου μηχανοποίηση: μηχανικό χέρι, μηχανικό πόδι, μηχανικό μάτι, μηχανική καρδιά και στο τέλος, –γιατί όχι;– μηχανικός εγκέφαλος. Σύζευξη ανθρώπου - μηχανής. Σωρευτικό αποτέλεσμα: η καταστροφή της ίδιας μας της ικανότητας να αντιδράσουμε.

Ας θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ένας μηχανισμός, του οποίου οι λειτουργίες βασίζονται σε ένα υπολογιστικό πρόγραμμα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αγαπά, σέβεται και λατρεύει, πατώντας πάνω σε δεδομένα ενός προγράμματος (αρχέτυπα;). Ο ανθρώπινος μηχανισμός, λοιπόν, έχει χάσει την αξιοπιστία στο ίδιο του τον εαυτό. Τώρα σχεδιάζει ένα καινούργιο σύστημα για αυτήν του την τάση της αναξιοπιστίας στο εαυτό του: τον Κλωνισμό. Οι Κλώνοι θα αντικαταστήσουν αυτό που γνωρίζουμε ως ανθρώπινο στοιχείο, με καθαρά μηχανιστική και απρόσωπη κατάσταση ύπαρξης. Ίσως τελικά με αυτήν την προσπάθεια να έρθουμε σε επαφή με ένα κομμάτι της τελειότητας των πρωτόπλαστων. Άδικα λοιπόν κουβαλάμε για τόσες και τόσες χιλιάδες χρόνια ανεκμετάλλευτο DNA. Κάνουμε ένα τεχνολογικό άλμα, στο οποίο ίσως το υπόλοιπο ανεκμετάλλευτο DNA να αποδειχθεί ότι ήταν περιττό. Έτσι και αλλιώς, αυτός ήταν και ο επίσημος όρος του: περιττό DNA. Είναι άραγε αυτό, η επικείμενη «εξέλιξη» της ανθρωπότητας; Και, είναι η τεχνολογία εξέλιξη; Είναι τραγικό οι επιστήμονες να θεωρούν άχρηστο το 95% του DNA, αντί να αποδεχθούν ότι δεν γνωρίζουν ακόμα τη σημασία του, αλλά το χειρότερο είναι ότι αυτή η άποψη απαξίωσης του γενετικού μας κώδικα περνάει στη σχολική σπουδή και διαμορφώνει σκέπτεσθαι.

Το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής κοινωνίας με κλώνους και ανθρωποειδή, εμφυτευματικούς και μεταλλαγμένους ανθρώπους, μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε, ότι σε μη ανθρώπινα όντα, που στερούνται ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων, η αγάπη προς τον πλησίον θα περιοριστεί εκ φύσεως. Ας ελπίσουμε πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί, αν εκτιμήσουμε αληθινά ότι η παρουσία του πλησίον στη ζωή μας, δεν αποτελεί δεδομένο και ο θάνατος κάποιου αγαπημένου μας προσώπου μας το έχει αποδείξει.

Αγαπάς τον πλησίον όσο σου επιτρέπει η συχνότητα που κραδαίνεται. Ομοιοκραδασμικοί φορείς έχουν ευρύτερα περιθώρια εκδήλωσης αμοιβαίας αγάπης, ενώ στενότερα σε σχέσεις μη ομοιοκραδασμικές. Π.χ. ένας ελεύθερος πολίτης δεν θα μπορεί να ανακυκλώσει ολοκληρωμένα την αγάπη του σε έναν άνθρωπο, που ζει σαν ανθρωπάριο, σαν ανδράποδο ή σαν ανθρωπάκι. Μπορεί όμως να την εκδηλώσει με τρόπο που θα σκοπεύει στην απελευθέρωση του σκλάβου. Εκείνος που παρέδωσε την ελευθερία του, την πορεία της ζωής του στα χέρια όσων του υποσχέθηκαν ασφάλεια, γίνεται δούλος τους. Ο δούλος έχει συνειδητά αποδεχθεί να βιώσει αυτό που επέλεξε κα γι’ αυτό οι νόμοι θα επιτρέψουν οδυνηρές εμπειρίες, που θα τον οδηγήσουν στη σκλαβιά. Ο σκλάβος θα υποστεί περισσότερα από αυτά που είχε υπομείνει σαν δούλος, έτσι κάποτε ή θα διεκδικήσει την ελευθερία του ή θα χαθεί. Η Θεία Πρόνοια στέλνει επιχορήγηση, συνήθως έναν φορέα Αλήθειας, γιατί μόνο αυτή ελευθερώνει.

Στο ελληνικό άτομο, ο Έλληνας άνθρωπος βάζει σε προτεραιότητα την αμεσότητα των σχέσεων με τους συμπολίτες-συνοπλίτες του. Τον ενδιαφέρει η δικαιοσύνη ως προϋπόθεση της ελευθερίας. Ξέρει πως αν η δικαιοσύνη ορισθεί ως εξωτερικό προς το άτομο μέγεθος, δεν μπορεί να εξασφαλισθεί ή στο μέτρο που εξασφαλίζεται τούτο, αποβαίνει σε βάρος της ελευθερίας. Καταστατικό πρόσταγμα του ελληνικού ατόμου είναι τούτο: για να ‘χεις δικαιοσύνη και ελευθερία συγχρόνως, πρέπει να έχεις δίκαιους πολίτες. Όλη η ελληνική σκέψη μπορεί να θεωρηθεί μια τεράστια έρευνα για το πώς μπορεί να εσωτερικευθεί η δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και σταθερός στόχος της είναι η Αρετή. Η μεγαλειώδης αυτή σκέψη δεν μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα, αλλά εντόπισε τη φύση του: δεν μπορεί να εναρμονισθεί η ψυχή και να σταθεροποιηθεί η εξατομίκευση, επειδή οι αρετές υπόκεινται στο νόμο της τροπής. «Έχουσι ταραγμόν αι φύσεις βροτών». Χωρίς άτρωτο στήριγμα, χωρίς τη μετοχή σε μια ενέργεια «άκτιστη», είναι αδύνατη η λύση του προβλήματος.

Οι Έλληνες προτύπωσαν καίρια το δυτικό ορθολογισμό. Η πρώτη απόπειρα του κοινωνικού συμβολαίου του Ρουσσώ, η πρώτη απόπειρα του παραληρήματος του Χέγκελ, η πρώτη απόπειρα του θετικισμού του Κάντ, είναι ο Μύθος του Προκρούστη. Τι είναι ο Προκρούστης; Είναι η πρωταρχία της αντικειμενικής λογικής έναντι των δρώντων προσώπων. Ο Προκρούστης δεν είναι κανένα τέρας. Θέλει το καλό των ανθρώπων. Λέει: «έχω ένα αρμονικό κρεβάτι. Εάν είναι ο Φασούλας του κόβω ογδόντα πόντους. Εάν είναι ο Παπαθεμελής τον τραβάω από το λαιμό». Δεν προσαρμόζει δηλαδή το κρεβάτι στον Παπαθεμελή και το Φασούλα. Αυτοί πρέπει να προσαρμοστούν. Ο Προκρούστης, είναι ουσιαστικά η πρώτη εργονομική πρόταση του δυτικού ορθολογισμού. Είναι ο δυτικός ορθολογισμός. Ο γραμμικός, ταξινομητικός, με αρραγείς, ουσιαστικά διχαστικές εννοηματώσεις της σχέσης αντικειμένου–υποκειμένου. Μόνον τα εισαγόμενα τριφασικά μαλάκια που έκαναν σπουδές στο εξωτερικό, δεν το καταλαβαίνουν.

Είναι τα πάθη που μας καταστρέφουν την ευτυχία μας, ατομική και συλλογική. Μάλιστα δεν μπορεί να υπάρξει ατομική ευτυχία χωρίς τη συλλογική. Αν το κατανοήσουμε αυτό θ’ αρχίσει η λύτρωσή μας. Η ευτυχία μου εξαρτάται από την ευτυχία σου. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες παγκόσμιο αξίωμα. Είτε το πιστεύουμε είτε δεν το πιστεύουμε, ισχύει.

Πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι και η γέννηση του Σωτήρα και η Μεταμόρφωση και η Βάπτιση και ο Γολγοθάς και η Ανάσταση, είναι καταστάσεις προσωπικές, ατομικές, που μας απελευθερώνουν από την επιρροή της συλλογικής συνείδησης που υποκείμεθα. Και γι’ αυτό ο Χριστός είπε «δι’ εμού εις τον Πατέρα. Μιμηταί μου γίγνεσθε. Αράτω τον σταυρό και ακολουθήτω μοι». Ο καθένας λοιπόν πρέπει να πάρει αυτόν τον σταυρό του τον προσωπικό για να μπορέσει να χριστοποιηθεί και να θεωθεί, να φτάσει την πνευματική Ανάσταση.

Όταν έχουμε τον Καϊάφα να λέει «συμφέρει να πεθάνει ένας αντί όλο το Έθνος να χρεωθεί», εκεί μας λέει ότι το κατεστημένο της πλάνης είναι αυτό που έχει καταφέρει σήμερα να επικρατήσει και να θεωρεί τη θυσία του ατόμου επιβεβλημένη για χάριν του συνόλου. Πάνω στο ίδιο σκέπτεσθαι σκέπτονται τόσο οι μυστικές υπηρεσίες όλων των κρατών, όσο και όλες οι τρομοκρατικές ομάδες όλων των κρατών.

Το Είναι πρέπει να επικρατεί στο Εμείς και το Είμαι στο Εγώ, με τον ίδιο τρόπο που το ιερό πρόσωπο και η ατομικότητα δεν πρέπει να θυσιάζεται από την συλλογικότητα, όπως έχει καθιερωθεί αλλά να προσφέρεται αυτόβουλα στην ολότητα του ενός εαυτού. Επομένως, το πολιτισμικό, εθνοφυλετικό, θρησκευτικό, πολιτικό, κομματικό, οικονομικό, κοινωνικό, ταξικό, οικογενειακό εγώ μου, δεν επιτρέπω να με παγιδεύει μέσα στους περιορισμούς του. Ομοίως, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να επιβάλλω με οποιαδήποτε εξουσιαστικότητα αυτά τα εγώ στον πλησίον μου, όπως και τα αντίστοιχα δικά του εγώ σε εμένα. Διαφορετικά υπάρχει σταθερή επιλογή υπέρ του εκάστοτε «συλλογικού» όντος. Επιλογή πάνω στην οποία εδραιώνεται μια καθορισμένη εξουσιαστική σχέση ή μορφή εξουσίας, που καταλήγει στην σύνθλιψη και εξουθένωση του ατομικού όντος, δηλαδή του ανθρώπου. Με μια συχνότητα που στο τέλος καταλήγει ν’ αποτελεί αλάνθαστο κανόνα, η επιλογή γίνεται σταθερά υπέρ του «συλλογικού» (=κοινωνικού) όντος, και φυσικά σε βάρος του ατομικού (= ατόμου, ανθρώπου). Είναι προφανές, ότι το εκάστοτε συλλογικό ον, δεν είναι άλλο από το κοινωνικό ον (και τους μετασχηματισμούς του), γιατί όλες οι μορφές του πρώτου υπάρχουν και διατυπώνονται ως κοινωνικός (υπέρ-ατομικός) Λόγος. Συλλογικό ον με την σημασία του υπερβατικού όντος δεν υπήρξε ποτέ έξω από τον κοινωνικό Λόγο.

ΠΟΙΟΣ

Ένας νομικός ρώτησε τον Ιησού «Τις εστίν μου πλησίον;» Ο Ιησούς απάντησε: «ο ποιήσας το έλεος μετ΄ αυτού.» Όλες οι ψυχές που βρίσκονται σε μορφή στη γη είναι πλησίον, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Αν δεχτούμε ότι ο πλησίον είναι το πρόσωπο που ενδύεται ο Χριστός, φτάνουμε στην ιδέα της ταύτισής μας με τον Παράκλητο, που εκδηλώνεται ως παρηγορητής του και την υπερβατική ιδέα ότι τελικά «δεν υπάρχει άλλος», γιατί είμαστε ο Ένας Εαυτός Άνθρωπος, που συνέλαβε ως Θεία Ανθρωποϊδέα ο Πατρικός Νους.

Η Μοναδικότητα της Ουσίας του Θείου Εαυτού μας, που χωράει την ατομικότητα και την προσωπικότητα του πλησίον μας, αναγνωρίζει την Μία Ουσία του Ενός Εαυτού Ολότητα. Αγαπάω τον πλησίον στο βαθμό που τον γνωρίζω ή τον αναγνωρίζω ως πλησίον, ακόμα κι αν είναι ένας άγνωστος στο δρόμο.

Κανένα υπερεγώ δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει ή να χειραγωγεί τον πλησίον ή το αντίστροφο. Εκδηλώνω τον πνευματικό εαυτό μου για ν’ αναδυθεί το ίδιο υπερπροσωπικό εγώ, που διαθέτει και ο πλησίον μου, ώστε να κοινωνούμε την Αγάπη της Ουσίας μας, διότι τελικά θα συναντηθούμε στην Εγώ Ειμί Παρουσία.

Αν αγαπώ τον πλησίον δεν συντηρώ ούτε την δική μου, ούτε την δική του σκιά, δηλαδή κάποιο καταπιεσμένο, νοσηρό, εγκληματικό εγώ, που τροφοδοτεί κάποιο συλλογικό ον σκεπτομορφών. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να είναι φορέας ρατσισμού ή φασισμού, οποιασδήποτε μορφής και δεν ανακυκλώνω χωριστικότητα, απόρριψη, κατάκριση, χρέωση με ιδιοτέλεια, ασέβεια και εκδικητικότητα. Αγαπώ τον πλησίον σημαίνει επίσης «Αγαπώ αυτόν που με καταράστηκε, όπως και τον εχθρό μου».

ΓΙΑΤΙ

Η προδιαγραφή και η σκοπιμότητα της αγάπης προς τον πλησίον, ταυτίζεται με αυτήν την αγάπη προς τον εαυτό μας, διότι αναγνωρίζουμε το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωση και σε μας και στους άλλους και τελικά συνειδητοποιούμε ότι δεν υπάρχει άλλος, διότι ο Πατέρας Θεός έναν άνθρωπο ολότητα δημιούργησε, του οποίου είμαστε υποπολλαπλάσια. Η ατομικότητα επιβάλλει την αυτοσυντήρηση και είναι ίδιον των δημιουργών Ελοχίμ, ενώ η συλλογικότητα επιβάλλει αναπαραγωγή και προέρχεται από τις Αγγελικές τάξεις, που και αυτές έδωσαν στοιχεία τους για την δημιουργία του Ανθρώπου.

Στις ανθρώπινες σχέσεις, από την αρχή της υπάρξεως του Ανθρώπου, παρατηρούμε μια ανταλλαγή ικανοτήτων και υπηρεσιών, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες όλων. Εάν μιλάμε για τον προϊστορικό άνθρωπο, αφού κυνήγησε μοναχικά για χιλιάδες χρόνια, τελικά συνειδητοποίησε ότι τον συμφέρει να συμμετέχει σε ομαδικό κυνήγι. Η διασφάλιση της σταθερότητας στην ανεύρεση τροφής, οδήγησε και στην διασφάλιση της σταθερότητας μιας συντροφικής σχέσης. Αναπόφευκτα το ον λειτούργησε σύμφωνα με τον προγραμματισμό των συστατικών της δημιουργίας του, προορισμένος να εξελιχθεί σε δημιουργό.

Ο άνθρωπος καταχράται το δικαίωμα της ελεύθερης γνώμης, όταν αρνείται να μάθει πώς λειτουργεί ή από τι αποτελείται, ποιες δυνάμεις επενεργούν στο σώμα και την ζωή του. Τι μπορεί να θεωρεί δικαίωμα όταν αγνοεί το Θείο δικαίωμά του, τη Θεία καταγωγή και το Θείο προορισμό του; Όταν αντί να ορίζει την ζωή του, αφήνει να την ρυθμίζουν άλλοι, όταν δεν γνωρίζει ποιος είναι και ζει την ματαιότητα!

Η σκοπιμότητα προδιαγραφών εξέλιξης ισχύει τόσο για εμάς όσο και για τον πλησίον, που σημαίνει ότι νοιαζόμαστε και ενδιαφερόμαστε για τις προοπτικές της πνευματικής του εξέλιξης και θεώρησης του κοινού μας έργου, έχοντας κοινό στόχο την Χριστοποίηση και Θέωσή μας.

Τα ξεχωριστά χαρίσματα και τα ταλέντα μας αλληλοσυμπληρώνονται με ελεύθερη βούλησησταθερή θέλησηλογική, φαντασία, ψυχισμό και αισθαντικότητα και όχι με την ψυχρότητα της πανοπλίας, που συντηρεί ο θωρακισμένος άνθρωπος. Δεν δείχνουμε περιφρόνηση, υποτίμηση ή κοροϊδία στα φυλετικά-σωματικά χαρακτηριστικά του πλησίον, όποια μορφή κι αν έχει.

Οι Ανάγκες και οι Ενέργειες για πνευματικό αναβιβασμό, η συμμοιρασιά των Θείων παρακαταθηκών και κεφαλαίων ζωής μας επιφέρει ευνομία, ευημερία, ευταξία και ευρυθμία. Σεβόμαστε τον πλησίον, φανερώνοντας συγνώμη, γενναιοδωρία, πρόληψη, χιούμορ. Μοιραζόμαστε μαζί του την παιδεία, την ηθική, την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνολογία, την οικονομία και αλληλοκαλύπτουμε τις ανάγκες μας με συνεργασία, ενημέρωση και ευελιξία.

Το κλειδί της προόδου που επιφέρει η ενότητα, η ομόνοια και η ομογνωμία, το έχει η υγιής σχέση μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας. Τα προβλήματα υπάρχουν όταν έστω και ο ένας απ’ τους δύο προβάλλει κάποια από τα συλλογικά εγώ που προαναφέραμε. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε: «Όπου δύο ή τρεις συνηγμένοι στο Όνομά Μου, βρίσκομαι και Εγώ», ευλογώντας το αποτέλεσμα. Δηλαδή, αυτοί οι δύο-τρεις άνθρωποι απεκδύονται το εθνοφυλετικό, ηλικιακό, θρησκευτικό ή πολιτισμικό εγώ και συντονίζονται στο Χριστό ως πρόσωπα εμφορούμενα από την Αγάπη Του.

Τα πνευματικά ένστικτα της αυθυπέρβασης και της αυτοδιάθεσης, όταν ενεργοποιούνται προς τον πλησίον, καταλήγουν στον ορισμό που έδωσε ο Χριστός για την Αγάπη: «Να θυσιάζεις την ψυχή σου υπέρ των φίλων σου». Αλλά και για την αυτοδιάθεση είχε πει ο Χριστός: «Ο μεγαλύτερος, υπηρέτης πάντων». Δηλαδή, όποιος αισθάνεται ικανότερος σε κάτι, οφείλει να το θέτει στην εξυπηρέτηση των άλλων και όχι μόνο του εαυτού του.

Η αγάπη μας προς τον πλησίον φέρει την επίγνωση ότι και αυτός έχει μια αποστολή και έναν προορισμό τελειοποίησης. Επομένως, σεβόμαστε την υγιεινή, τον ύπνο, την εργασία, το φαγητό, την θεραπεία και την ομιλία του, όπως κάνουμε και για τον εαυτό μας. Οι παρορμητικές κρίσεις και κατακρίσεις σε μια τέτοια θεώρηση, συντηρούν ένα κατεστημένο απόρριψης του άλλου, του πλησίον εαυτού μας, που οφείλεται σε παθητικότητα ή άρνηση, το οποίο αποδομεί και εμάς τους ίδιους, διότι απορρίπτουμε τμήματα του εαυτού μας. Αυτή η συνηθισμένη τάση απόρριψης έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα στην απέραντη μοναξιά του ατόμου ανάμεσα στο πλήθος.

ΤΙ

Το βασικό πρόγραμμα λειτουργιών μέσα από το οποίο εκδηλώνεται η αγάπη προς τον εαυτό μας και τον πλησίον, συνδέεται με τα κίνητρα, το όραμα, τις ιδέες, τη συνείδηση, το σκέπτεσθαι και τη δράση μαςΟι εμπειρίες, η μαθητεία μας φέρνουν καρπούς, τους οποίους προσφέρουμε προς τον πλησίον, ενεργοποιώντας κοινωνικότητα, ευπρέπεια, καλλιέπεια λόγου, μια κοινωνία αγάπης προσώπων.

Όλα αυτά τα πιθανά εγώ, που φέρει κάθε άνθρωπος, είναι η ρίζα της σύγχυσης των γλωσσών από την Βαβέλ μέχρι σήμερα. Είναι ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι που θέλουν να ενωθούν, επιλέγουν ασφαλείς μέσα στο χρόνο δρόμους. Το παιχνίδι, το χιούμορ, τα ταξίδια, την μουσική, τον χορό και υπάρχουν συμπαντικές γλώσσες, όπως τα μαθηματικά, τα όνειρα και η ίδια η μαθητεία της εξέλιξής μας.

ΠΩΣ

Η αγάπη προς τον πλησίον είναι καθήκον και υποχρέωση ευχαριστίας, μετάνοιας, υπομονής, συνέπειας, αξιοπιστίας και αμεροληψίας. Δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον πλησίον και να μην του δείχνουμε το ενδιαφέρον μας ή να μην έχουμε προσαρμοστικότητα, ώστε να υπάρχει αξιοποίηση των δεξιοτήτων, που μοιραζόμαστε με τον πλησίον, διότι οφείλουμε να είμαστε χρήσιμοι. Όπως έχουμε δικαιώματα, όμοια αναγνωρίζουμε και στον πλησίον τα δικά του.

Οι εξουσίες της Αγάπης είναι η Στοργή, η Τρυφερότητα, η Καλοσύνη, το Έλεος, η Προσφορά και η Διδαχή. Δεν είναι δυνατόν να αγαπάμε τον πλησίον και να μην εκδηλώνουμε τα παραπάνω θεία δικαιώματα. Αυτά είναι τα στοιχεία που δομούν την ιερή σχέση δασκάλου και μαθητή, όπως και τη σχέση θεραπευτή και θεραπευμένου. Την ίδια ζύμωση βλέπουμε στην φιλία και τον έρωτα. Επειδή όμως οι εξουσίες αυτές πηγάζουν από την Αγάπη, την Ύπατη εξουσία, ύψιστο δικαίωμα και ευθύνη είναι η ενεργοποίηση της Αγάπης μέσα στον πλησίον, ώστε να την κινητοποιήσει κι εκείνος στον πλησίον του. Ο καθένας λαμβάνει τόσο έλεος, όσο προσφέρει στον πλησίον του.

Το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν», φέρει την ίδια ευθύνη και τα ίδια δικαιώματα και σε αυτά συγκαταλέγεται η μετάνοια και η συγχώρεση.

Η μέριμνα, η συμπαράσταση, η υποστήριξη, η ηπιότητα και ο αυτοέλεγχος, είναι επίσης ενέργεια που μας δίνει η Αγάπη μας, τόσο για τον εαυτό μας, όσο και για τον πλησίον. Μοιραζόμαστε μαζί του διατροφή, ψυχαγωγία, σεξουαλικότητα, ένα βλέμμα, μια χειρονομία,.

«Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Μόνον αυτό θα ήταν αρκετό για να κατανοήσουμε τη σημασία των λόγων του Χριστού, όταν κήρυττε ότι το μήνυμα της Αγάπης Του απευθύνεται σε δούλους και ελεύθερους, γυναίκες και άνδρες, Εβραίους και Έλληνες. Γίνεται επίσης διακριτό ότι η πατριαρχική κυριαρχία, στις σχέσεις των δύο φύλων, λειτουργεί καταχρηστικά και παρανόμως και γι’ αυτό παρατηρούμε τη σταδιακή εξασθένισή της. Η σχέση με τον πλησίον είναι ένα κλειδί και ένα μέτρο διάκρισης και αξιολόγησης του ίδιου μας του εαυτού και της αγάπης μας. Η απελευθέρωσή μας από την πλάνη έχει τρία στάδια. Το πρώτο είναι η απελευθέρωσή μας από την γνώμη των άλλων για εμάς. Το δεύτερο είναι η απελευθέρωσή μας από την γνώμη μας για τους άλλους. Το τρίτο είναι η απελευθέρωσή μας από την γνώμη μας για τον εαυτό μας. Επομένως, αφού αλλάζει η ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, καθώς εξελισσόμαστε, αλλάζει μοιραία και η ιδέα που έχουμε για τον πλησίον. Η αγάπη μας προς αυτόν εξελίσσεται διαρκώς και δεν παραμένει ποτέ ίδια, όπως το νερό σ’ ένα ποτάμι. Έτσι κι εμείς ρέουμε σ’ αυτό το ποτάμι για να καταλήξουμε στη θάλασσα της Θέωσης. Ό,τι θα απομείνει απ’ αυτήν τη διαδρομή, μέσα στο πυρ και το νερό, θα είναι αθάνατο και αδιάφθορο.

ΠΟΤΕ

Οι αρχές και η αγωγή, τα πρότυπα που διαθέτουμε, μεταφέρονται μέσα από την αγάπη μας για τον πλησίον. Μοιραζόμαστε μαζί του τα Ιερά Μυστήρια, την υπηρεσία, την φροντίδα, την ανθρωπιά, τη διακριτικότητα, τη μελέτη, τον έλεγχο, την ταξινόμηση, την αυτοπειθαρχία, την αφοσίωση, την άμιλλα σ’ ένα άθλημα, την αυτοσυγκράτηση και την αλληλοσυμπλήρωση. Όλα αυτά που φανερώνουμε με την συμπεριφορά μας, στοιχεία της ανατροφής μας, δημιουργούν ζυμώσεις και αποτελέσματα, ανάλογα με την αγάπη μας προς τον πλησίον. Και όπως στον εαυτό μας διατηρούμε αρχές αυτονομίας και κυριότητας, έτσι και στον πλησίον.

Η ατομική και συλλογική συνείδηση, που αντανακλάται πολλές φορές στη σχέση με τον πλησίον, έχει συσσωρεύσει εμπειρία για τα αποτελέσματα της έχθρας ή της συνεργασίας. Όταν το κράτος καταλύει το Σύνταγμα, ο πολίτης θα αρχίσει να μην σέβεται τους νόμους. Έτσι δημιουργούνται τα γρανάζια της εξουσιαστικότητας και της παθητικότητας στις σχέσεις των ανθρώπων, ματαιώνοντας την εκδήλωση της αγάπης. Κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας και της οχλοκρατίας, που καταλήγει σε μια σχέση αφέντη και δούλου. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταλύεται το Ιερό Πρόσωπο και η κοινωνία συνεχίζει να συντρίβει το άτομο. Χάνουμε τον εαυτό μας και τον πλησίον.

Ο άνθρωπος είναι ατομικό και κοινωνικό ον σε μια αδιάσπαστη ενότητα, που έχει προδιαγραφή να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση του Ιερού Προσώπου. Η αδελφοσύνη, η αλληλεγγύη, η άμιλλα, αποτελούν χαρακτηριστικά σχέσεων αγάπης, οι οποίες αναπόφευκτα θα δοκιμαστούν στο χώρο, στο χρόνο και στη συνείδηση. Δεν είναι τυχαίο που το σύμβολο της Πίστης ο Πέτρος, φτάνει να πει για τον Χριστό «Ουκ οίδα τον άνθρωπο». Όσοι δεν αντέχουν τις επιπλοκές των δύσκολων ανθρώπινων σχέσεων, συχνά καταφεύγουν να ανακυκλώνουν αγάπη σε πιο απλές και σταθερές σχέσεις με ζώα. Η αφοσίωση της αγάπης αυτής λειτουργεί θεραπευτικά. Η Αγάπη δίχως όρους, η Θεία Αγάπη είναι το επίτευγμα της αγάπης του ανθρώπου, που οδεύει σε χριστοποίηση και θέωση.

ΠΟΣΟ

Οι αρετές και οι ικανότητες που ενεργοποιούμε συνειδητά και που στοχεύουν σε ανώτερες αξίες και αγαθά, χρειάζονται τον πλησίον για να φανερωθούν ολοκληρωμένα. Επομένως, η αγάπη μας προς τον πλησίον απαιτεί ικανότητες και αρετές που διαμορφώνουμε συνειδητά, με επίγνωση και συχνότητα εθισμού, ώστε να λειτουργούν αυθόρμητα και πηγαία. Δεν είναι αγάπη προς τον πλησίον το κοινωνικό χαμόγελο της προσποίησης, ούτε η προβολή ηθικισμού, ευσεβισμού ή ψευτοταπεινοφροσύνης. Η αγαθοτέλεια, η ανιδιοτέλεια, η αυτοθυσία, η γνησιότητα και η ειλικρίνεια είναι θεμέλια στη σχέση αγάπης προς τον πλησίον. Οι αρετές της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της φρόνησης, της σωφροσύνης, της τιμιότητας και της κατανόησης αποτελούν τις βασικές αρετές, που οικοδομούν το θεμέλιο της φιλίας, που αποτελεί προϋπόθεση για την Χριστοποίηση. Η ευσυνειδησία, η ευγένεια, το φιλότιμο και η εργατικότητα, η ταπεινοφροσύνη, δηλαδή η επίγνωση εαυτού, είναι αρετές που διασφαλίζουν την αγάπη μας προς τον πλησίον.

Η αποταύτισή μας από οποιαδήποτε συλλογικότητα με την οποία συνδεόμαστε υιοθετώντας κάποιο εγώ, είναι αναγκαία και για την προσωπική μας απελευθέρωση, για να γνωρίσουμε τον απογυμνωμένο, από πρόσθετα στοιχεία, εαυτό μας και κατά συνέπεια η αγάπη μας για τον πλησίον δεν χρειάζεται πρόσθετα καλύμματα. Η προσωπικότητά μας χαρακτηρίζεται από σχέσεις συγγένειας, φυλής, θρησκείας, έθνους, επαγγέλματος, αθλητικής ομάδας, κόμματος, ιδεολογίας, των οποίων οι τριβές ενεργοποιούν φυλετισμό και ρατσισμό και ακόμα χειρότερα φασισμό, που σαφώς δεν μπορούν να επιτρέψουν ολοκληρωμένη εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον.

Μόνον εάν διατηρούμε μια υγιή σχέση με τα στοιχεία της προσωπικότητάς μας μπορούμε να εκδηλώσουμε αγάπη. Διαφορετικά θα παραμένουν ανολοκλήρωτα. Αυτό το παρατηρούμε ακόμα και στην επίδραση οικονομικών, πολιτικών και φιλοσοφικών συστημάτων, όπως τον κουμμουνισμό και τον καπιταλισμό, που βλέπουν τον άνθρωπο μονοδιάστατα, σαν ενεργειακή οικονομική μονάδα, αγνοώντας το πνεύμα και την ψυχή του. Το θρησκευτικό εγώ θα εκδηλώσει φανατισμό και μισαλλοδοξία, ο χορτοφάγος θα εκδηλώσει την απέχθεια του για τον κρεατοφάγο, ο μη καπνιστής θα κατακρίνει τον καπνιστή. Και εκείνος που φοράει μάσκα, όποιον δεν φοράει. Και ο εμβολιασμένος θα αποφεύγει σαν λεπρό εκείνον που δεν εμβολιάστηκε. Είναι ολοφάνερο ότι η αγάπη μας προς τον πλησίον δοκιμάζεται ανάλογα τα κενά και τις ατέλειές μας, τα πάθη και τις αμφιβολίες μας.

ΠΟΥ

Η τελική επισφράγιση και απόδειξη της αγάπης μας προς τον πλησίον είναι η συμμέθεξή μας, η συμμοιρασιά των αγαθών. Μοιραζόμαστε Αγάπη, Σοφία, Αρμονία, Αλήθεια, Ζωή, Ενότητα, Ειρήνη, Ελευθερία, Φιλία, Έρωτα, ευλογία, υγεία, μέτρο, γνώση, πίστη, ελπίδα, θαυμασμό, ευσπλαχνία.

Αγαπώ τον πλησίον μου μέσα από την φιλανθρωπία, την φιλαλληλία, την φιλοξενία, την επικοινωνία, την λατρεία, την ασφάλεια και μοιράζομαι μαζί του την ευτυχία, την ομορφιά, την υγεία, τον πλούτο και όλα τα φυσικά αγαθά που συντελούν στη ζωή και την πνευματική του τελειοποίηση. Ανάλογα τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τις αισθητικές νόρμες και τις θρησκειολογικές καταβολές, παρατηρούμε ότι η διαφορετικότητα εμπλουτίζει την εμπειρία της ανθρωπότητας, μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον.

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

 «και αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου, αύτη πρώτη εντολή». Κατά Μάρκον ιβ΄30

 Γνωρίζουμε πρώτα απ’ όλα ποιον Θεό αγαπάμε; Είτε αγαπάει κάποιος τον Θεό είτε όχι, υπάρχει ένα Γιατί, στις σχέσεις του μαζί Του.

Ο Θεός δεν ταυτίζεται με το Πάν, διότι το υπερβαίνει. Ο ίδιος είναι τρισυπόστατος. Στην ελληνική θεώρηση την Αγία Τριάδα αποτελούν το Εν, ο Νους και η Ψυχή.

Το Εν είναι το ανώτατο, η πρωταρχή των πάντων αναίτιος αιτία. Βρίσκεται παντού και πουθενά. Κείται πέραν κάθε ορισμού. Άρα είναι λάθος να του αποδίδουμε κατηγορήματα.

Ο Νους, είναι για το Εν, ό,τι η ακτινοβολία για τον Ήλιο, το φως που εκπέμπει και μας επιτρέπει να το δούμε, όπως το ηλιακό φως μας καθιστά ορατό τον Ήλιο.

Η Ψυχή, είναι ο δημιουργός όλου του ορατού κόσμου. Η ύλη είναι δημιούργημά της και δεν αποτελεί αυθύπαρκτη πραγματικότητα. Η Ψυχή είναι αιώνια, προϋπάρχει του σώματος (άποψη προερχόμενη, από τον Πλάτωνα) είναι αθάνατη και ενσαρκώνεται διαδοχικώς εμψυχώνουσα διάφορα σώματα, έως ότου ανελισσομένη, ενωθεί με τον Νου.

Ο Θεός είναι εξ’ ολοκλήρου ασώματος και τρισυπόστατος: Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα. Το Εν του Πλωτίνου γίνεται Πατήρ, ο Νους-Λόγος γίνεται Υιός και η Ψυχή, Άγιο Πνεύμα. Δέχεται και την προΰπαρξη της ψυχής, η οποία εισέρχεται στο σώμα. Αν και θεωρήθηκε ως ένας από τους Πατέρες της εκκλησίας, αργότερα καταδικάσθηκαν ορισμένες υπερβολικά πλατωνικές-νεοπλατωνικές απόψεις του, όπως η προΰπαρξη της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, η μεταμόρφωση των υλικών σωμάτων κατά την ανάσταση σε αιθέρια σώματα και ότι τελικώς θα σωθούν οι πάντες, ακόμη και οι διάβολοι ενούμενοι δια της Ψυχής με τον Χριστό (Νου - Λόγο).

Ο Τρισυπόστατος Θεός της χριστιανικής πίστεως, και το ρητό «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς τον θεόν», του Αποστόλου Ιωάννη, είναι άρθρα πίστεως του Ερμή του Τρισμέγιστου, τα οποία φέρονται ότι υιοθέτησαν και οι απόστολοι του Χριστού και οι πατέρες της εκκλησίας των χριστιανών.

Στην ορφική μυστηριακή παράδοση διακρίνουμε εξάλλου τρία χαρακτηριστικά σύμβολα, το στάχυ, το κλήμα και το ρόδο, σύμβολα της τριαδικής διαιρέσεως του κόσμου αντιπροσωπεύοντας διαδοχικά τις υποχθόνιες, τις χθόνιες και υπερχθόνιες ουράνιες ηλιακές δυνάμεις, που συγκροτούν τον κόσμο και διακρίνουν τη δημιουργία τριχοτομώντας την.

Στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, με τη ρήση «Εν Αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην ο Θεός και Θεός ην ο Λόγος», επιβεβαιώνεται η τριαδική υπόσταση του Ηρακλείτειου γενεσιουργού Λόγου που διέπει τα πάντα.

Η Ορθόδοξη εκκλησία λέει ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τρεις υποστάσεις που μετέχουν στην ίδια ουσία και στην ίδια ενέργεια. Οι θέσεις που αποκλείει είναι: Ο Αρειανισμός που λέει πως ο Χριστός είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Η πνευματομαχία, που ισχυρίζεται ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κατώτερο από τον Πατέρα και τον Υιό. Ο Μονταλισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα πρόσωπο με τρία διαφορετικά ονόματα.

Τρεις δρόμοι ανοίγονται μπροστά στον άνθρωπο: της θέλησης που δεν διαθέτει Αγάπη, της αγάπης που δεν διαθέτει Θέληση και της Θέλησης για Αγάπη, της Θέλησης που εμπεριέχεται στην Θεία Αγκάλη. Η Θεία Κληρονομιά της Χριστοποίησης και Θέωσης του Ανθρώπου, πυρήνας της Ορθοδόξου πίστεως και του Εσωτερικού Χριστιανισμού ταυτόχρονα, βάλλεται από παντού σήμερα, διότι ποτέ δεν ήταν θρησκεία, αλλά ποιότητα ροής ενσυνείδητης ζωής στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού μέσα μας.

Η επιρροή του πνεύματος του Πλάτωνα είναι έντονη στο ύφος, τη γραφή και τη σκέψη του Παύλου. Όπως ο Σωκράτης δίδασκε «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», ο Παύλος δίδασκε «οιδέ τοις δοκεί οιδέ. ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι» και όπως έγραψε ο Πλάτων ότι, σε αυτή τη ζωή βλέπει την πραγματικότητα μέσα από θολό γυαλί, έτσι και ο Παύλος γράφει «βλέπω μεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπο ως πρόσωπο» (Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, 8, στίχος 2). Η φράση πρόσωπο με πρόσωπο είναι τελετουργικός τύπος των παγανιστικών μυστηρίων. Στις Βάκχες διαβάζουμε: «Μου έδωσες τα μυστήρια πρόσωπο με πρόσωπο». Ο ίδιος ο Ιουστίνος ο μάρτυρας σχολαστικός χριστιανός λέει: «Ο στόχος του ανθρώπου είναι να δει το Θεό πρόσωπο με πρόσωπο». Ο ίδιος ο Πλάτων περιγράφει πως, στο ναό της πραγματικής γης η οποία υπάρχει μόνο στον κόσμο των ιδεών, στον οποίο η γη είναι μόνο μια εικόνα, η επικοινωνία με τους θεούς γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο. Ο ίδιος ο Ιησούς είχε πει: «Εκείνος που εώρακε τον Υιό εώρακε τον Πατέρα». Μερικοί αναρωτιούνται για την σημασία και την σπουδαιότητα του Φιλιόκβε, την πίστη των καθολικών και του πάπα, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Αυτή η ιδέα οδηγεί με ακρίβεια στην αγάπη για τον εαυτό και τη σκιά του που είναι ο ατομισμός. Στην Ορθόδοξη Παράδοση η αγάπη είναι σχέση και κοινωνία προσώπων. Στον Εσωτερικό Χριστιανισμό, η έννοια της Μητέρας ενυπάρχει και στα τρία Πρόσωπα του Τριαδικού και Ομοούσιου Θεού, γι’ αυτό και εκδηλώνεται ως Υιός Λόγος Μητέρα και εκπορεύεται μόνο από τον Πατρομήτορα Θεό,  με την έννοια ότι το Άγιο Πνεύμα αποτελείται από την Ουράνια Εκκλησία των ένδοξων παρθένων ψυχών και τον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αληθείας, ενώ σε μία πρωτοχριστιανική θεώρηση στο Άγιο Πνεύμα ενυπάρχει όλη η αγγελική ιεραρχία των εννέα τάξεων, μαζί με την δέκατη Αρχή που είναι ο Μελχισεδέκ και ο Χριστός, όπως επίσης και δώδεκα τάξεις Δημιουργών Λόγων.

Ο Πατέρας που αγαπά θυσιάζεται ως Υιός. Ενσαρκώνω την Αγάπη του Θεού, σημαίνει την ανασταίνω από τον τάφο του περιορισμένου μου εαυτού. Διαφορετικά, ο Υιός παραμένει άσωτος, αρνείται τον Πατέρα Του και βιώνει την απουσία της Αγάπης. Στην επιστροφή του ο άσωτος, έχοντας διεισδύσει στην άρνηση της Αγάπης κι έχοντας βιώσει την αλλοτρίωση και την παρακμή, παρασύρει το κακό στη θυσία του, πίνοντας κάθε μέρα το πικρόν Ποτήριον του θανάτου του Εαυτού του κόσμου τούτου.

Όταν λέμε ότι αιτία του Σχίσματος ήταν, μεταξύ των άλλων, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», αυτό σημαίνει ότι εκπορεύεται για τον Λατίνο και από την ανθρώπινη δημιουργία, δηλαδή περνάει και από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Για τον Βυζαντινό, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα και έτσι μένει έξω από την ιστορία του ανθρώπου. Αυτό σήμαινε έναν δογματικό αποκλεισμό της ιστορικότητος και της αξίας του ανθρώπου, με πολύ σοβαρές συνέπειες. Η λύση “διά” του Υιού, που πρότειναν οι Ορθόδοξοι, κρατά καθ’ ολοκληρίαν το στοιχείο της θειότητος του δεύτερου προσώπου της Τριάδος και δεν αλλάζει τα δεδομένα.

Τα πράγματα παγώνουν στην Χριστιανική Ανατολή μετά τον 6ο αιώνα, ενώ στη Δύση, η ανάγκη μιας ανθρωπολογίας του προσώπου γίνεται πολύ γρήγορα –με τον Βοήθιο, τον 6ο αιώνα– αισθητή και η ζύμωση κορυφώνεται με τον Θωμά Ακινάτη. Αναπτύσσεται σοβαρός προβληματισμός για την ενότητα του ανθρώπου στην ίδια του την ταυτότητα, την ιστορική του ύπαρξη. Σε μία τέτοια προοπτική, δεν θα πρέπει κανείς να σκέπτεται ένα «επέκεινα» εκτός ζωής, αλλά ένα «επέκεινα» μέσα στη ζωή. Εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι να μην έχουμε «επέκεινα», να μην έχουμε απόλυτη ποιότητα, αλλά να έχουμε ποιότητα στη φθορά. Γι’ αυτό το λόγο στερείται γονιμότητας η καθαρώς θεολογική ανάπτυξη του προβλήματος. Ζητείται μία ανθρωπολογική διάνοιξη της θεολογίας, δηλαδή μια θέση για την ανθρωπολογία στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Μια θέση για την δημιουργική πράξη πλάι στην λατρεία και την ασκητική σιωπή.

Στο χριστιανισμό, η ζωή του ανθρώπου νοείται ως πορεία τελείωσης, θέωσης. Η εγκόσμια πραγματικότητα μέσα στην οποία «ρίχνεται» ο άνθρωπος, είναι ανεξάρτητη από τις οντολογικές προϋποθέσεις του ατομικού Είναι και για το λόγο αυτό είναι αδιάφορη για την πορεία θέωσης του ατόμου. Η τελείωση του ανθρώπου, ούτε εξαρτάται από την εγκόσμια τάξη, ούτε προσβλέπει προς αυτή: «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Προς Κολοσ. 4), και: «μη αγαπάτε τον κόσμον, μηδέ τα εν τω κόσμω» (Ιωαν. Α’, 2). Η εγκόσμια τάξη, και ανεξάρτητα από την σύστασή της, παραμένει (κόπρος) που χρησιμεύει για την πρόσκαιρη συντήρηση του ανθρώπου, κατά την πορεία του προς το θείο: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13). Η εγκόσμια κοινωνική τάξη και ο κύριος δεσμός μ’ αυτή (δηλαδή το ανθρώπινο σώμα) είναι περισπασμός, δοκιμασία, οδύνη ή αμαρτία, που υπερβαίνοντάς τη, θα βεβαιωθεί η δυνάμει θεία υπόσταση του ανθρώπου. Η εγκόσμια τάξη απορρίπτεται στον χριστιανικό πυρήνα ως μη-ον. Ως συμπτωματικό κέλυφος επωάσεως, ως προνύμφη, απ’ όπου θα ξεπηδήσει ο άνθρωπος-θεός, ή ο νυμφίος. Το «οίδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησεν και ιδού καλά λίαν» της Π.Δ. (Γεν. Α’ 31), αναφέρεται στο φυσικό κόσμο γενικά και όχι στον κοινωνικό κόσμο, δηλαδή τον κατ’ εξοχήν κόσμο του ανθρώπου.

Καθώς σημειώσαμε ήδη, η χριστιανική οντοθεολογία απορρίπτει την δεσπόζουσα θέση και σπουδαιότητα του κοινωνικού Είναι και ανοίγει ορθάνοιχτες τις πύλες για μια απεριόριστη ατομική ελευθερία, ως απόλυτη ευθύνη διαθέσεως της ατομικής ύπαρξης μέσα στον κόσμο. Αλλά ως πού φθάνει η ατομική ελευθερία, σ’ ένα ανοιχτό και ανεμπόδιστο από το κοινωνικό Είναι κόσμο, που ωστόσο πληρούται από την θεία πρόνοια; Μέσα στο θεϊκό σχέδιο πώς νοείται εκδηλούμενη και ολοκληρούμενη η ατομική ελευθερία;

Από την εποχή του Ωριγένη (Κατά Κέλσον) και του Αγίου Αυγουστίνου (Η Θεία Πόλη), μέχρι τον Κίρκεγκωρ και τον Μπερντιάγιεφ, το πρόβλημα της σχέσης της θείας πρόνοιας και της ελευθερίας της βούλησης παραμένει αμετακίνητο και φυσικά χωρίς απάντηση: πού κατοικεί το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, στην ελευθερία ή το προκαθορισμένο σχέδιο; Την αντίφαση αυτή μεταξύ θεϊκής βούλησης (Πρόνοιας) και ατομικής ελευθερίας, ο Πλωτίνος θα επιχειρήσει να την υπερβεί με το σχήμα: «Και παρά μεν ακολάστου το πραχθέν, ούτε υπό Προνοίας ούτε κατά Πρόνοιαν. Το δε υπό σώφρονος έργον ουχ υπό Προνοίας μεν, ότι υπ’ αυτού, κατά πρόνοιαν δε». Ο δε Γρηγόριος της Νύσσης σημειώνει πάνω στο ίδιο θέμα: «ουδεμία κακού γένεσις εκ θείου βουλήσεως την αμαρτίαν έχει αλλά εμφύεται πως το κακόν ένδοθεν, τη προαιρέσει τότε συνιστάμενον, όταν της από του καλού γένηται της ψυχής αναχώρησις». Τέλος ο Άγ. Αυγουστίνος παρατηρεί: «διαπιστώσαμε λοιπόν, ότι η αμαρτωλή επιλογή (εκλογή) έχει την καταγωγή της, όχι στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ένα φυσικό ον, αλλά στο γεγονός ότι η φυσική του ύπαρξη δημιουργήθηκε από το μηδέν. Γιατί, αν η φύση είναι η αιτία του κακού μπορούμε να πούμε ότι το κακό προέρχεται από το καλό, αφού η φύση είναι καλή. Αλλά πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό; Η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει ν’ αναζητεί κανείς τον αποχρώντα λόγο του κακού, γιατί το να ψάχνουμε ν’ ανακαλύψουμε αυτές τις αιτίες, είναι σαν να προσπαθούμε «να δούμε στο σκοτάδι και ν’ ακούσουμε στην σιωπή».

Οι παραπάνω προτάσεις με εξαίρεση την υπεκφυγή του Αγ. Αυγουστίνου, δεν αφαιρούν ούτε ένα τόνο από την εξεταζόμενη δυσκολία, δεδομένου ότι η ελευθερία αναγνωρίζεται απλώς ως προσωπική ευθύνη συμμορφώσεως ή όχι με την ούτως ή άλλως προϋπάρχουσα θέληση της (θείας) Πρόνοιας. Δηλαδή η ελευθερία αίρεται στο βαθμό που και οι δύο επιλογές (η σύμφωνη και η αντίθετη με την Πρόνοια) ορίζονται ως τέτοιες από την Πρόνοια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι οι εισηγητές της Μεταρρύθμισης (Λούθηρος, Καλβίνος), κατανοώντας την λογική ασυνέπεια ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και την Θεία Πρόνοια, οδηγήθηκαν στην κατάργηση της ελευθερίας και του αυτεξούσιου. Ανεξάρτητα, όμως, από τις αξεπέραστες ή όχι δυσκολίες του προβλήματος, εξετάζοντας προσεκτικότερα τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της ελευθέρας βουλήσεως του ανθρώπου και του αυτεξουσίου, τα κείμενα των στοχαστών του χριστιανισμού, επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι το καθαυτό ζήτημα δεν ήταν το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου, αλλά η ερμηνεία εμφάνισης του κακού στον κόσμο. Κι αυτό, γιατί η ιουδαϊκή παράδοση (προπατορικό αμάρτημα) δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, ως αυτονόητη, μια και ήταν ξένη προς κάθε πνευματική παράδοση της εποχής, στα γεωγραφικά όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου δέσποζε η ελληνική σκέψη: «πλην οκόσα κακά βλαβερά και ανώφελα, τάδε δ’ ου τε πάλαι ούτε νύν θεοί ανθρώποισιν δωρούνται, αλλ’ αυτοί τοίσδεσιν εμπελάζουσι δια του νου τυφλότητα και αγνωμοσύνη».

Με άλλα λόγια, η δυσκολία για τους Πατέρες της εκκλησίας και τους μετέπειτα στοχαστές (οι οποίοι είχαν ελληνική παιδεία), δεν ήταν το αν ο άνθρωπος είναι ή όχι ελεύθερος (αυτό μάλλον ελάχιστα τους απασχολούσε, αφού δεν ετίθετο ζήτημα δημιουργίας, ο δε ιστορικός-κοινωνικός κόσμος ταξινομείται ως απαξία στο όλο σύστημα), αλλά το ασυμβίβαστο για την λογική της ελληνικής παιδείας, της θείας καλοσύνης και του εγκόσμιου κακού. Αντινομία η οποία ξεπερνιέται, αν αναγνωρίσουμε στον άνθρωπο το αυτεξούσιο ή αλλιώς την ελευθερία της βούλησης και την απόλυτη ευθύνη των επιλογών του.

Κάτω από το φως αυτής της ανάγκης, η προσφυγή των χριστιανών στοχαστών στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία (κυρίως στον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνιστές) δεν ήταν μόνο ωφέλιμη, μια και μπορούσε να δανεισθεί απ’ αυτή χωρίς δυσκολία το αυτεξούσιο, που έλυνε το πρόβλημα του κακού μέσα στον κόσμο, αλλά επιβεβλημένη και μη παρακάμψιμη. Επιβεβλημένη, γιατί αποτελούσε τον δεσπόζοντα φιλοσοφικό Λόγο της εποχής, και συνεπώς τον νόμιμο Λόγο της εποχής, με τον οποίο όφειλε να διαλεχθεί, προκειμένου να πολεμήσει την παλαιά θρησκεία. Μη παρακάμψιμη, διότι η ελληνική φιλοσοφία δεν ήταν μόνο σύμμαχος (στον πόλεμο εναντίον των παλαιών θρησκευτικών δοξασιών), αλλά ταυτοχρόνως και εχθρός του ίδιου του χριστιανισμού, ως θρησκευτικού δόγματος. Η χριστιανική σκέψη «δανείστηκε» την ελευθερία της βούλησης και το αυτεξούσιο από την ελληνική φιλοσοφία, για να λύσει τις δογματικές δυσκολίες (σ’ ένα κόσμο ξένο προς τον ιουδαϊσμό, το προπατορικό αμάρτημα και τον μεσσιανισμό), ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε τον ορθολογισμό της ελληνικής σκέψης για να πολεμήσει, τόσο την ίδια την ελληνική φιλοσοφία, όσο και ολόκληρο το πλέγμα των προχριστιανικών, παγανιστικών, θρησκευτικών παραδόσεων.

Ο Βαρλαάμ μιλάει για νέκρωση του σώματος. Ο Γρηγόριος για τη θέωσή του. Ο ένας κηρύσσει την ανθρώπινη σοφία. Ο άλλος την καθαρή καρδιά. Ακόμη κι ο δρόμος του απλού τσαγκάρη, είναι δρόμος φώτισης για έναν με καθαρή καρδιά. Ο Βαρλαάμ περιμένει το θάνατο για τη δικαίωση. Ο Γρηγόριος διψάει για τη ζωή μέσα στη ζωή. Ο θάνατος που σ’ όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, στην εγκόσμια σοφία, αλλά και στις περισσότερες θρησκείες, βιώνεται σαν λύτρωση της ενάρετης ψυχής από το σώμα-εμπόδιο, στην ορθοδοξία θεωρείται ρήξη. Ρήξη της αδιάσπαστης ενότητας του ανθρώπινου όντος. Με το θάνατο ο άνθρωπος δεν είναι πια πλήρης. Έχασε το σώμα του, το μισό εαυτό του. Του μένει όμως η ελπίδα της επανάκτησής του. Η ανάσταση. Όπου μεταστοιχειωμένο, εξαγνισμένο, θα συμπληρώσει πάλι το ενιαίο αδιάσπαστο ον που λέγεται άνθρωπος. Αυτό είναι η μεγάλη υπόσχεση του Χριστιανισμού. Πολλοί το πέτυχαν ενόσω ζούσαν. Πώς; Με την άσκηση και την πίστη. Ο Βαρλαάμ παρεξήγησε το ένα μέρος αυτού του αδιάσπαστου ζευγαριού, ξενίστηκε ερχόμενος σε επαφή με εξωτερικές μεθόδους, που με τον καιρό παγιώθηκαν στην ανατολική ορθοδοξία σαν μέθοδοι προσευχής.

Αναβαπτίζοντας την κλασσική ελληνική πολιτική σκέψη στη Χριστιανική Πίστη, ο βυζαντινός κόσμος ήθελε να είναι εικόνα της ουράνιας Πολιτείας, της άνωθεν ιεραρχίας. Γι’ αυτό ο Βυζαντινός ένιωθε ότι βρίσκεται στην αρμόζουσα θέση. Χάρη σ’ αυτήν την αντίληψη, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατόρθωσε να βρίσκεται στο επίκεντρο ιδιαιτέρως σημαντικών ιστορικών εξελίξεων, χωρίς να μετατρέπεται σε ανδρείκελο της ιστορικής ανάγκης, και διατήρησε την πολιτισμική ταυτότητά της επί περισσότερα από χίλια χρόνια, παρά τις συχνές μεταβολές των εδαφικών και των πληθυσμιακών χαρακτηριστικών της. Όταν όμως οι Βυζαντινοί ζήτησαν να καθιερώσουν με πολιτικά μέσα την ουράνια Πολιτεία επί γης, δηλαδή όταν έπαυσαν να θεωρούν τη Βασιλεία των Ουρανών ως την ανέκπτωτη σε πράξη αρχή, που οφείλει να εμπνέει την πολιτική πράξη και θέλησαν να την καταστήσουν πρακτικό πολιτικό σύστημα, τότε προκάλεσαν δύο εξελίξεις που καταδίκασαν τον βυζαντινό κόσμο σε θάνατο: η πρώτη είναι η ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας, που θεμελιώνεται στην πεποίθηση ότι το άτομο –πλην σπανιότατων εξαιρέσεων– είναι ανίκανο να επιβιώσει υπό καθεστώς ελευθερίας, και γι’ αυτό η ζωή του πρέπει να ρυθμίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά από το κράτος, και η δεύτερη είναι η κοινωνική ακαμψία, έκφραση της οποίας είναι και η ανάπτυξη μιας τεράστιας και δυσκίνητης γραφειοκρατίας.

Όταν το νόημα της ιστορικής δράσης δεν είναι κι αυτό ιστορικό ζήτημα, τότε αφήνει τον άνθρωπο να δημιουργεί νέα ιστορικά μορφώματα (π.χ. περισσότερο οικονομικώς αποδοτικές μορφές οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, νέα ρεύματα τέχνης, τεχνολογικές καινοτομίες, επιστημονικές ανακαλύψεις κ.λπ.) –διότι δεν επιδιώκεται κανένα νόημα να αποτελέσει ιστορικό απολίθωμα, που θα επιδιώξει την παγίωση συγκεκριμένων ιστορικών μορφών– αλλά παράλληλα τον παραπέμπει συνεχώς σ’ ένα «αεί» που τον υπερβαίνει κι έτσι τον σώζει από τον μηδενισμό και την υποταγή της ύπαρξής του σε ιστορικές ανάγκες. Το αντίθετο –όπως έχουμε ήδη επισημάνει– συμβαίνει όταν το νόημα της ιστορικότητας εκπέσει σε πρακτικό ζήτημα, που όχι μόνο δεν μας σώζει από τον μηδενισμό, αλλά αποβαίνει ένα ιστορικό μόρφωμα, που καταδυναστευτικά εμποδίζει την ανάδειξη οποιουδήποτε άλλου ιστορικού μορφώματος, αποβαίνει ένας εγκλωβισμός του φαντασιακού. Γι’ αυτό, όπως είχε υποστηρίξει ο Πλωτίνος, η υιοθέτηση οποιασδήποτε παράδοσης χωρίς να βιώνουμε αυθεντικά, εσωτερικά, τη σημασία της, είναι πνευματικώς άγονη κι ας πρόκειται για παράδοση γλωσσική, θρησκευτική, πολιτική, οικονομική, ενδυματολογική ή οποιαδήποτε άλλη.

Το επόμενο σημαντικό βήμα στην εκκοσμικευτική πορεία της ρωμαϊκής Εκκλησίας, έγινε από τον Πάπα Γελάσιο Α΄, ο οποίος περί το 496 έθεσε θέμα σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Κατά τη γνώμη του, ο Χριστιανισμός δεν πρέπει να προσεγγίζεται σαν μια πνευματική πορεία προς τη θέωση, αλλά σαν ένα ολοκληρωτικό θρησκευτικό σύστημα, που ρυθμίζει τη θρησκευτική, την ηθική και την πολιτική ζωή του πιστού. Έπεται ότι ο πάπας δικαιούται να έχει τον τελευταίο λόγο, για το ποιες αξίες και ποιον τρόπο ζωής πρέπει να ακολουθήσει ο Χριστιανός. Συνεπώς, καθήκον της κοσμικής εξουσίας είναι η υπακοή στον πάπα. Ο πάπας, κατά τον Γελάσιο Α΄, είναι «auctoritas» (αυθεντία) και ο αυτοκράτορας απλώς η «regia potestas» (βασιλική εξουσία) στην κοινωνία (και οι δύο αυτοί όροι προέρχονται από το ρωμαϊκό δίκαιο). Η θεωρία του Γελασίου Α΄, αφαιρεί κάθε αυτονομία από την κοσμική εξουσία για να την υποτάξει στον παπικό έλεγχο, θεμελιώνοντας έτσι τον «παποκαισαρισμό» (υποταγή του «καίσαρα» στον πάπα).

Το απολυταρχικό κράτος προσπάθησε να επιβάλλει στις δυτικές κοινωνίες το βυζαντινό αίτημα περί κοινωνικής ενότητας. Τούτο όμως επεδίωξε να το πραγματοποιήσει μόνο με νομικά μέσα, θεσμικά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις πνευματικές προϋποθέσεις του εγχειρήματος. Αυτό στο οποίο είχε θεμελιωθεί η ενότητα της βυζαντινής κοινωνίας, δεν ήταν απλώς ο νόμος, αλλά η πνευματική συνάντηση των Βυζαντινών σ’ ένα υπεριστορικό νόημα της ιστορίας, το οποίο προσέφερε η ορθόδοξη θεολογία του προσώπου. Αντίθετα η Δύση, αρνούμενη τη διάκριση ουσίας και ενεργειών και ακολουθώντας μια πορεία εκκοσμίκευσης, δεν μπορεί να αντιληφθεί την ενότητα, παρά μόνο ως απολυταρχία και ολοκληρωτισμό και γι’ αυτό καταλήγει σε μια κοινωνία ρηγμάτων, η οποία δεν χαρακτηρίζεται από «ενότητα», αλλά από μια νομικά ρυθμιζόμενη «ισορροπία» μεταξύ ανταγωνιζόμενων κοινωνικών δυνάμεων. Εξ ου και όταν αλλάζει η κατανομή δύναμης στην κοινωνία και έτσι διαμορφώνεται μια νέα άρχουσα κοινωνική σύμπραξη, προκύπτει νέο θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει η κοινωνία. Κι έτσι, μετά από το απολυταρχικό κράτος, προέκυψε το κράτος της αστικής δημοκρατίας, το οποίο εναπόθεσε την κοινωνική συνοχή σ’ έναν νέο Νόμο, ο οποίος εξέφραζε τις αξίες και τα συμφέροντα του νέου κυρίαρχου του κοινωνικού ανταγωνισμού: της αστικής τάξης.

Μονολιθικό κράτος δεν μπορούσε να υπάρξει. Χρειάσθηκε κοινοβούλιο, ώστε να αντιπροσωπεύονται οι διάφορες ομάδες εξουσίας, οπότε έσπασαν πολλά στεγανά, τα όποια δέσμευαν την κοινωνική εξέλιξη. Μπορεί οι βυζαντινοί να χρησιμοποιούσαν και να ανέπτυξαν το ρωμαϊκό δίκαιο, αλλά η θεοκρατική εξουσία δεν ευνόησε το σύστημα των επί μέρους θεσμών. Ο αυτοκράτωρ ήταν εν τέλει υπεράνω του νόμου. Η Ευρώπη αντιθέτως στάθηκε πιο φρόνιμη και πιο σοφή απέναντι στα θέματα του δικαίου των θεσμών και γι’ αυτό το λόγο κατόρθωσε γρηγορότερα να βρει λύσεις.

Ο εαυτός είναι πολύτιμος, γιατί είναι οικοδομημένος πάνω σε μια μυθική αντίληψη του κόσμου και του ανθρώπου. Μία αντίληψη η οποία δεν βασίζεται κατά τρόπο απόλυτο στα δεδομένα του αιτίου και του αποτελέσματος, τα οποία, όσο σημαντικά κι αν είναι για τη ζωή, δεν είναι οπωσδήποτε η μήτρα όλων των αξιών της.

Το πρόβλημα του δυτικού πολιτισμού είναι ότι στερείται εσχάτου νοήματος, διότι σε κάθε ιστορική πράξη ο Δυτικός βλέπει ιστορικές σκοπιμότητες και αρνείται να αναφέρει την ιστορική δράση του σ’ έναν σκοπό υπεριστορικό. Ο Δυτικός δρα ιστορικά με ορίζοντα τη χρησιμοθηρία και όχι τη θέωση. Ελλείψει λοιπόν μέτρου υπερβατικού, η δυτική κοινωνία είναι αναγκαστικά κοινωνία ρηγμάτων, τα οποία δεν μπορούν να ενωθούν, αλλά μόνο να συμβιβαστούν. Και γι’ αυτό όλα επιτρέπονται στο όνομα της ιστορικής ανάγκης:

1) Τα εγκλήματα του παπισμού, για τα οποία τον 16ο αιώνα έγραφε ο Έρασμος (Μωρίας Εγκώμιον): «Για να φυλάξουν οι ποντίφικες το βασίλειό τους, την κληρονομιά τους, πολεμούν με φωτιά και σίδερο και χύνουν ποτάμια αίμα χριστιανικό. Αλυσοδένουν τον Χριστό με νόμους, που αυτοί εκμεταλλεύονται, τον προδίδουν αλλάζοντας με το ζόρι το νόημα της διδασκαλίας του  και τον στραγγαλίζουν με την αδιάντροπη ζωή τους».

2) Τα εγκλήματα των φεουδαρχών.

3) Τα εγκλήματα των μοναρχών, του απολυταρχικού κράτους.

4) Τα εγκλήματα των αγωνιστών της δημοκρατίας, όπως του πολίτη Πωλ Μαρά, ο οποίος στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση τον Νοέμβριου του 1792 είπε ότι «ο μόνος τρόπος να σωθούν η  ελευθερία και η δημοκρατία σ’ αυτόν τον τόπο, είναι να πέσουν κεφάλια. Εδώ που φθάσαμε δεν είναι ώρα για συζητήσεις και επιχειρήματα. Πρέπει να κόψετε αμέσως 263.000 κεφάλια».

Ο πάπας ανακήρυξε εαυτόν αλάθητο και ανύψωσε τον εαυτό του υπεράνω της Εκκλησίας. Οι Προτεστάντες, διαμαρτυρόμενοι προς τον πάπα, κατά αντιφατικό τρόπο, αντί να αποκαταστήσουν την εκκλησιαστική αλήθεια, καταργούν εντελώς την Εκκλησία και την αυθεντία αυτής και ανακηρύττουν κάθε Προτεστάντη ατομικά σε αυθεντία. Το ζητούμενο δηλαδή και στον Προτεσταντισμό δεν είναι η μετάβαση από το άτομο στο εκκλησιαστικό πρόσωπο, αλλά η εξασφάλιση προϋποθέσεων ατομικής αυτοτέλειας. Έτσι όμως, μένοντας ο άνθρωπος απορφανισμένος από τον Θεό-Πατέρα, παραμένει εκτός Εκκλησίας, δηλαδή εκτός προσωπικής σχέσης με τον Θεό, και βυθίζεται σ’ έναν ατομικό φαντασιακό κόσμο, ορίζοντας του οποίου είναι ένας απρόσωπος Θεός-Νομοθέτης. (Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσουμε, γιατί οι Δυτικοί με το μηδέν τείνουν να αποθεώσουν τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και της οικονομικής αποτελεσματικότητας και επίσης γοητεύονται από τη νομικίστικη και αθεϊστική λογική του Βουδισμού και από τις ατομοκρατικές «ψυχεδελικές» διαδικασίες, που διδάσκουν διάφορα μυστικιστικά / αποκρυφιστικά συστήματα).

Οι ανταγωνιζόμενες προτεσταντικές ομάδες δεν μπορούν να συμφωνήσουν τι ήταν η λατρεία, πολύ δε περισσότερο πώς έπρεπε να την επιτελέσουν. Κάθε τύπος θρησκευτικού ξεφαντώματος, το οποίο απευθυνόταν σε οποιαδήποτε περαστική θρησκευτική μόδα, χαρακτηριζόταν τώρα σαν «χριστιανική λατρεία».

Στην ιστορία της παραιτήσεως από τη λογική τον 14ο αιώνα, παίχτηκε ένα μεγάλο στοίχημα πολύ κρίσιμο, είναι οι περίφημες ησυχαστικές έριδες οι οποίες προεκλίθησαν τον 14ο αιώνα στο Βυζάντιο και που έληξαν με τη νίκη των φιλοησυχαστών. Το 1351 το διακύβευμα ήταν με ποιο τρόπο ο άνθρωπος μπορεί να πλησιάσει τον Θεό, να ενωθεί μαζί του. Εκεί λοιπόν η τελική απόφανση και απόφαση ταυτοχρόνως, είχε να κάνει με το γεγονός ότι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε και να ενωθούμε με τον Θεό δια της λογικής, αυτό το πράγμα μπορεί να γίνει με την προσευχή. Η δογματική αυτή απάντηση απέκλεισε από την ανθρώπινη ολοκλήρωση το στοιχείο του λόγου, γιατί με το Θεό φτάνεις μόνο με τη Θεία χάρη, αφού έχεις αδειάσει από οτιδήποτε είναι εαυτός. Κένωσις.

Με αποτέλεσμα, όλη αυτή την τρομερή επανάσταση που έγινε με την αναγέννηση στην Ευρώπη. Και τη μεταρρύθμιση βέβαια τη θρησκευτική, όπου περιελάμβανε το στοιχείο του λόγου, δηλαδή τις επιστήμες, την οργανωμένη παιδεία, την κρατική συγκρότηση κι όλα αυτά τα πράγματα, να μείνουν μακριά από την ιστορική προοπτική της Ανατολής και να την παιδεύουν μέχρι σήμερα. Αυτό άφησε πλέον μια χάραξη βαθειά συναισθηματική στην ψυχή των ανθρώπων αυτής της γεωγραφικής περιοχής, ή της θρησκευτικής ομολογίας, με αποτέλεσμα στον πολιτισμό που ακολούθησε, να είμαστε πάντα στο περιθώριο της ιστορίας. Αυτή είναι και η αιτία της σημερινής μαζικής κατάθλιψης αυτών των λαών.

Στα χρόνια του Πλήθωνα του Γεμιστού κορυφώθηκε η πολεμική, μεταξύ Αριστοτελικής δύσης και Πλατωνικής ανατολής ή διαφορετικά μεταξύ ενωτικών φραγκοφορεμένων και ανθενωτικών φιλότουρκων. Ο τρίτος δρόμος που πρότεινε ο Πλήθων για μια ελληνοκεντρική αναγέννηση, υπονομεύθηκε και καταδιώχθηκε, με αποτέλεσμα την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους και τα ιταλικά βασίλεια να καρπώνονται την αναγέννηση που προκάλεσαν οι Έλληνες πρόσφυγες. Ο ελληνοκεντρικός χαρακτήρας συνένωνε την πλατωνική και αριστοτέλεια οπτική, ενώ η αναγέννηση στο παπικό καθεστώς έγινε ορθολογισμός και αιτιοκρατική αντίληψη, εις βάρος της αρχής της βουλήσεως, για να καταλήξει στον υλιστικό χριστιανισμό των προτεσταντών.

Ενώ λοιπόν η κλασική φιλοσοφική παράδοση αναδεικνύει ως σκοπό του «ζην» ένα υπερβατικό «ευ ζην», που φτάνει ως την πλατωνική θέωση και ενώ η χριστιανική σκέψη θεμελιώνεται στο «Θεοί εστέ» και το «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι», η πλειονότητα εξακολουθεί να κινείται στα πλαίσια της κλασικής πολιτικής οικονομίας (όπως Adam Smith, Thomas Malthus, Karl Marx, David Ricardo, J. S. Mill), που οδηγεί στην έκπτωση του ανθρώπου σε ένα μονοδιάστατο οικονομικό ον, προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας.

Το κεντρικό αυτό ερώτημα, που συνιστά και την θεμελιώδη αντίφαση του χριστιανισμού (η αντιφατική δηλαδή ερμηνεία της ατομικής ελευθερίας), ουδέποτε λύθηκε ικανοποιητικά. Απ’ αυτή την άποψη θα παρατηρούσε κανείς, ότι η αρχαία ελληνική σκέψη «εκδικήθηκε» τον χριστιανισμό, ο οποίος την παραμέρισε από το ιστορικό προσκήνιο, παγιδεύοντάς τον σ’ ένα άλυτο πρόβλημα: το όπλο που «δανείσθηκε» ο χριστιανισμός από την ελληνική φιλοσοφία. Δηλαδή η διαλεκτική, πράγματι βοήθησε στον πόλεμο κατά των παλαιών θρησκειών και της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά τελικά στράφηκε και ενάντια στον ίδιο τον χριστιανισμό: η διαλεκτική, ως ελεύθερος λόγος περί των ιδεών, αντιτίθεται στην νομιμοποίηση δογματικών θέσεων: η διαλεκτική δεν είναι μόνο θέση αλλά και αναίρεση. Η διαλεκτική είναι τρόπος της ελευθερίας και ποτέ τρόπος δογμάτων: «μη μόνον ει έστι έκαστον υποτιθέμενον σκοπείν τα συμβαίνοντα εκ της υποθέσεως, αλλά και ει μη έστι το αυτό τούτο υποτίθεσθαι», συμβουλεύει ο Παρμενίδης στον Σωκράτη.

Ο Χριστός είναι το Πρότυπο της Αγάπης προς τον Θεό. Ο Χριστός έδωσε στον άνθρωπο το πρότυπο της αληθινής του ύπαρξης και τον Εαυτό του ως Δρόμο. Ο Ένας Θεός Λόγος είναι Τρισυπόστατος και Ομοούσιος. Επομένως εκδηλώνεται Τριαδικά, αλλά και τα δημιουργήματα του Τριαδικού Θεού είναι Τριαδικά. Τα πάντα στη Δημιουργία είναι μέρη μιας τριάδας και όλα αποτελούνται στη βάση τους από τριαδικές δομικές μονάδες. Ο αριθμός της Δημιουργίας είναι το τρία, το αποκορύφωμα της Θυσίας του Χριστού 33 ετών, φανερώνει την εξιλέωση του ανθρώπου για τη δημιουργία της πλάνης, καθώς ενώνεται με την Τέλεια Δημιουργία του Θεού. Ο Χριστός λαμβάνει μορφή, εισέρχεται στα πεδία της διττότητας, στο χώρο και το χρόνο και θυσιαζόμενος για τον άνθρωπο, νικώντας κάθε εμπόδιο και δοκιμασία, τον απελευθερώνει από τους νόμους της ύλης και αυτό το αποδεικνύει νικώντας το θάνατο με την Ανάστασή Του και τη μορφή με την Ανάληψή Του. Παράλληλα, ταυτόχρονα και σε όλη τη διάρκεια των 33 χρόνων παραμονής Του στην ύλη, καταδεικνύει τον ορθό τρόπο για να καταδείξει ο άνθρωπος τη Θεότητά του, να λειτουργεί ως Συνειδητός Θεός. Αυτός ο ορθός τρόπος είναι ο συντονισμός με το Θείο Θέλημα, η διαρκής ένωση με τον Θεό Πατέρα και η υπακοή στη Βουλή Του, όπως φανερώνεται τη στιγμή που λέει «απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», ενώ άμεσα τοποθετείται λέγοντας «ας γίνει το Θέλημά Σου». Είναι το πρότυπο της Αγάπης προς τον πλησίον.

ΠΟΙΟΣ

Ο πνευματικός μας εαυτός μπορεί να βιώσει την αγάπη προς τον Θεό και ως προσωπικότητα και ως ατομικότητα και ως μοναδικότητα. Αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα των λόγων του Χριστού «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεός σου εξ όλης της καρδίας, της ψυχής και της διανοίας σου».

Ποιος μπορεί να αγαπήσει το Θεό ολοκληρωμένα, δηλαδή ως Ολότητα Άνθρωπος, αγκαλιάζοντας με την αγάπη του όλα τα όντα και τις δημιουργίες σε όλα τα πεδία; Είναι εκείνος που θα ταυτιστεί με τον πρώτο Ουράνιο Αδάμ, τον μη εκπεσόντα, που στον εσωτερικό Χριστιανισμό ονομάζεται Ιωάννης Λόγος Χριστός. Αυτή η αγάπη εκδηλώνεται από τον άνθρωπο που αναγνωρίζει τη Θεία ταυτότητα της Υιότητάς του ως τέκνο Θεού, «ποιώντας το θέλημά Του». Είναι δηλαδή το Θείο Εγώ Ειμί εν εκδηλώσει, που εκπορεύτηκε ως μια Θεία Ανθρωποϊδέα από τον Πατρικό Νου. Είναι ο Πρώτος Ελοχίμ, το Αρχέτυπο του Ανθρώπου Λόγου Δημιουργού, που αδιαλείπτως ποιεί το Θέλημα του Πατρός. Είναι ο Αιώνιος Αρχιερεύς της Ειρήνης του Υψίστου, που τελεί θυσία εις τον αιώνα τον Εαυτό του, δηλαδή ο Βασιλεύς Δικαιοσύνης Μελχισεδέκ. Είναι ο Φίλος του Θεού, όπως ονομάστηκε ο Ηλίας ο Θεσβίτης. Είναι ο επιστήθιος φίλος του Χριστού, ο μαθητής της καρδιάς Ιωάννης, που έγινε εξ υιοθεσίας Χριστός κάτω από τον Σταυρό.

Είναι κάθε εκπαιδευόμενος άνθρωπος Λόγος που αυτοπροσδιορίζει με επίγνωση το ύψος του, στο βαθμό που εκδηλώνει τη Χριστοποίηση και Θέωσή του. Είναι το ζωντανό μήνυμα του Έργου της Δευτέρας Παρουσίας μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Είναι εκείνος που ευδαιμονεί μέσα στο Θείο βίωμα «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν Εμοί» και με την ταπεινοφροσύνη του Χριστού αποκαλύπτει ότι «Μείζων Εμού ο Πατήρ». Η Απειρότητα αυτής της ανακύκλωσης της Αγάπης προς τον Θεό φανερώνεται από την εκπλήρωση του Θείου προορισμού του Ανθρώπου, ως Θείος Συνδημιουργός. Το Θείο Ον ρέει την εκδήλωση Του στην ενότητα των πεδίων, φέροντας ένα ενιαίο σώμα δόξης και έχοντας Θεία Συνείδηση, εκπληρώνει με την αγάπη του στον Θεό τον νόμο της τρισυπόστατης Αγάπης προς τον Πατρομήτωρα Θεό εντός του «ο εν ημίν Πατήρ», ως Υιός προς τον Υιό Λόγο Μητέρα «ο εν ημίν Χριστός» και ως Θείο Πνεύμα προς το Άγιο Πνεύμα, το οποίο τον καθοδηγεί από εντός του.

Ακόμη και οι ονομασίες που δίνονται Άγια, Άγιο Αγίου, Άγια των Αγίων, φανερώνουν την Ενότητα που εκδηλώνεται αυτό το Πρωταρχικό Πνεύμα, Ιωάννης-Ηλίας-Μελχισεδέκ, ως ο Αιώνιος εκπαιδευτής του Ανθρώπου. Στην περίοδο Μελχισεδέκ εκδηλώνεται η Πατρότητα καλυμμένη, στου Ηλία η Υιότητα και στου Ιωάννη για πρώτη φορά μέσα στις Γραφές, η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος «εν είδει περιστεράς». Το Ομοούσιο της Θείας Τριάδας και το Τρισυπόστατο αυτής, λειτουργείται μέσα στον Άνθρωπο σταδιακά. Ο Χριστός με τη Θυσία Του επισφράγισε τη διάνοιξη της οδού της επιστροφής για τον Άνθρωπο, που φανερώνεται με τη σταδιακή εκδήλωση της Χάρης του Θεού από τον Άνθρωπο, όχι με τη σειρά καθόδου του πνεύματος από τον ουρανό στη γη, όπως προτυπώθηκε από τον Μελχισεδέκ-Ηλία-Ιωάννη, ή όπως ενοποιημένα καταδείχθηκε από τον απαρχής Τέλειο, εξ ουρανού καταβάς, Ιησού Λόγο Χριστό, αλλά ως επιστροφή δια Ιωάννη-Ηλία-Μελχισεδέκ από τη γη προς τον ουρανό, ανάλογα με τα στάδια που φανερώνουν Μετάνοια, Φώτιση, Τελείωση, όπως εκδηλώνεται τελειωτικά από το Δάσκαλο Ιωάννη, που καταδεικνύει την Ενότητα του Ανθρώπου με το Λόγο και την επιστροφή του Ανθρώπου ως Τελειότητα. «Ο Πατέρας κατοικεί μέσα στον Υιό και ο Υιός μέσα στον Πατέρα». Αυτή είναι η Βασιλεία των Ουρανών.

Όσοι λένε ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και δεν θεωρείται τίποτε μέσα σ’ αυτήν, κατασκευάζουν έναν Θεό που δεν έχει ούτε το «ποιείν και ενεργείν», ούτε το «προς τι». Αν όμως ο Θεός αυτός που νομίζουν αυτοί δεν τα έχει αυτά, ούτε ενέργεια είναι, ούτε Δημιουργός, ούτε ενέργεια έχει, αλλά ούτε είναι Αρχή και Κτίστης και Κύριος, ούτε και Πατέρας μας κατά χάρη. Πώς δηλαδή μπορεί να είναι όλα αυτά, όταν δεν θεωρούνται μέσα στην ουσία Του το «προς τι» και το «ποιείν»; Ακόμη αναιρείται και το τρισυπόστατο της θεότητας, αν δεν θεωρείται μέσα στην ουσία του Θεού το «προς τι». Κι αν δεν είναι τρισυπόστατος, ούτε Κύριος του παντός είναι, ούτε Θεός. Και συμπληρώνει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς (οπ.π.): «Έχει ο Θεός και κάτι που δεν είναι ουσία. Αλλά βέβαια, επειδή δεν είναι ουσία, δεν θα πει πως είναι συμβεβηκός. Γιατί εκείνο που όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά ούτε επιδέχεται ή προξενεί οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση, δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στα συμβεβηκότα. Κι επειδή δεν είναι ούτε συμβεβηκός, ούτε ουσία, δεν σημαίνει πως είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα, αλλά υπάρχει και υπάρχει αληθινά.

Δεν είναι συμβεβηκός, γιατί είναι εντελώς αμετάβλητο. Και δεν είναι ούτε ουσία, γιατί δεν είναι από αυτά που υπάρχουν καθ’ εαυτά... Καθένα από τα υποστατικά γνωρίσματα και κάθε μια υπόσταση δεν είναι μήτε ουσία μήτε συμβεβηκός σχετικά με τον Θεό... Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και η θεία ενέργεια του Θεού, ούτε θεία ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, μα ούτε και είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα. Οι θεολόγοι δέχονται ότι ο Θεός δημιουργεί επειδή το θέλει κι όχι γιατί το έχει στη φύση Του. Άρα άλλο είναι η θεία βούληση και άλλο είναι η θεία φύση. Επειδή λοιπόν η βούληση του Θεού διαφέρει από τη φύση Του και δεν είναι ουσία, γι’ αυτό είναι και εντελώς ανύπαρκτη; Όχι βέβαια. Αλλά υπάρχει και ανήκει στον Θεό, ο οποίος δεν έχει μόνο ουσία, αλλά και βούληση σύμφωνα με την οποία δημιουργεί... Επομένως, ο Θεός έχει και αυτό που είναι ουσία και αυτό που δεν είναι ουσία, κι ας μην ονομάζεται συμβεβηκός, δηλαδή τη θεία βούληση και ενέργεια. Αν η ουσία δεν έχει ενέργεια που να διαφέρει απ’ αυτήν, είναι τελείως ανυπόστατη [απρόσωπη] και απλή σύλληψη της διάνοιας. Γιατί ο άνθρωπος ως γένος δεν διανοείται, δεν έχει γνώμη, δεν βλέπει, δεν οσφραίνεται, δεν μιλάει, δεν ακούει, δεν περπατά, δεν αναπνέει, δεν τρώει, και γενικά δεν έχει ενέργεια διαφορετική από την ουσία που να δείχνει ότι υπάρχει ως υπόσταση [ως προσωπική ετερότητα]. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος ως γένος είναι τελείως ανυπόστατος.

Ο άνθρωπος όμως, που έχει έμφυτη ενέργεια διαφορετική από την ουσία -μια ή περισσότερες ή όλες όσες είπαμε- αναγνωρίζεται από αυτές ότι είναι άνθρωπος που υπάρχει ως υπόσταση κι όχι ανυπόστατος. Κι επειδή οι ενέργειες αυτές δεν θεωρούνται σε έναν ή δύο ή τρεις, αλλά σε πολλούς, αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος διακρίνεται σε αμέτρητες υποστάσεις. Ο Θεός έχει έμφυτη ενέργεια που Τον κάνει φανερό, και κατά τούτο είναι διαφορετική από την ουσία Του. Γιατί προγνωρίζει και προνοεί για όλα τα όντα και τα δημιουργεί και τα συντηρεί και είναι Κύριός τους και τα μεταβάλλει κατά το θέλημά Του όπως γνωρίζει Αυτός. Γι’ αυτό αποδεικνύεται ότι υπάρχει ως υπόσταση και δεν είναι μόνο ανυπόστατη ουσία... Η ενέργεια δε γνωρίζεται από την ουσία, αλλά από την ενέργεια πληροφορούμαστε ότι η ουσία υπάρχει, όχι όμως και τι είναι. Γι’ αυτό και ο Θεός γίνεται σ’ εμάς γνωστός ότι υπάρχει, όχι από την ουσία Του, αλλά από την πρόνοιά Του».

ΓΙΑΤΙ

Το κατ’ εικόνα είναι το καθ’ ομοίωση εν δυνάμει. Το καθ’ ομοίωση είναι το κατ’ εικόνα εν ενεργεία. Το κατ’ εικόνα αναφέρεται στην ψυχή. Διότι ο Θεός είναι Ασώματος και Απερίγραπτος. Η εικόνα του Θεού εντυπώθηκε στη φύση της ψυχής του ανθρώπου. Δηλαδή, το ότι έγινε ο άνθρωπος όμοιος με τον Θεό, έχει την έννοια ότι έχει νοερή και αυτεξούσια ενέργεια, ελευθερία βούλησης. Η νοερή ενέργεια έχει να κάνει με το γεγονός, ότι οι ιδιότητες της ψυχής σχετίζονται με τις ιδιότητες του Θεού. Το αυτεξούσιο έχει να κάνει με την δυνατότητα του ανθρώπου να εξομοιωθεί με τον Θεό, με μέτρο την αρετή. Δηλαδή, όπως ο Θεός είναι πνεύμα Νοημοσύνης, έχει προικίσει και τον άνθρωπο με πνευματικό λόγο και λογική, η οποία όμως είναι στενή και περιορισμένη. Όμως ο Θεός είναι Αγαθός και προίκισε τον άνθρωπο και με βούληση για το αγαθό.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι το «κατ’ εικόνα» το λάβαμε από τον Θεό αμέσως, ενώ το «καθ’ ομοίωση» εξαρτάται από εμάς, αν θα το αποκτήσουμε. Όπως λέει ο Γρηγόριος Νύσσης, το να είμαστε κατ’ εικόνα Θεού είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της δημιουργίας μας. Το καθ’ ομοίωση Θεού όμως, εξαρτάται από τη δική μας θέληση, γιατί υπάρχει μέσα μας σαν δυνατότητα κι αποκτιέται όταν ενεργοποιείται. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός το θέτει ως εξής: το «κατ’ εικόνα» αναφέρεται στη νοερή και αυτεξούσια δύναμη της ψυχής, ενώ το «καθ’ ομοίωση» αναφέρεται στην αρετή και στη δυνατότητα της εξομοίωσης, της Θέωσης.

Αν η μνήμη αυτή μέσα σου γεννάει το κενό που νοιώθεις σήμερα, τότε γνωρίζεις γιατί δεν είσαι ευτυχισμένος, όπως επίσης γνωρίζεις γιατί υπάρχει μέσα σου μια ελπίδα, μια φωτιά αθάνατη, που σε σπρώχνει να σηκωθείς και στο πιο οδυνηρό σου πέσιμο. Αυτή η μνήμη μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν σου ή το μέλλον σου. Κι όμως ζει, τη νοιώθεις στο παρόν και μόνο μέσα στο κάθε τώρα σε βοηθάει ουσιαστικά να κινηθείς κοντά της. Έχεις την εικόνα ενός τρισυπόστατου εαυτού.

Ο τέλειος εαυτός σου από το παρελθόν είναι η μνήμη σου και ο τέλειος εαυτός σου από το μέλλον το όραμά σου, που χάνουν την τελειότητά τους από το κενό του εαυτού σου στο παρόν. Κάθε στιγμή εκδηλώνεις παραλλαγές μερικότητας και ατέλειας, χωρίς ποτέ να είσαι ολόκληρος ο εαυτός σου, δηλαδή ο αληθινός τρισυπόστατος εαυτός σου, που εκδηλώνεται δια μέσω της ομοουσιότητάς του, δηλαδή της ενότητάς του. Αυτή η μνήμη-όραμα, η κληρονομιά και η δημιουργία σου, ολοκληρώνονται μόνο μέσα στη φανέρωση της Αλήθειας και της Αγάπης, δηλαδή στο έργο σου. Αυτή είναι η ενοποίησή σου, το έργο σου κάθε στιγμή, η ίδια η εκδήλωσή σου. Η μνήμη, το όραμα και η αίσθηση της ατέλειας, δεν καταφέρνουν να γίνουν Αλήθεια αν δεν βιωθούν μαζί. Στο τώρα ζεις τον πόνο του κενού, στο τώρα την μνήμη-όραμά σου, στο τώρα το φόβο και τον πόθο. Στο τώρα η πραγματικότητα και η Αλήθεια. Η Α-λήθη, η δίχως αίσθηση φυγής κατάσταση, όπου είσαι αληθινός, αυτό που είσαι ό,τι κι αν είσαι κάθε στιγμή.

Η απειρότητα της πραγματικότητας βρίσκεται στη στιγμή και την βιώνεις με την συνειδητή συμμετοχή ολόκληρου του εαυτού σου. Έτσι μονάχα συμπληρώνεις το κενό μέσα σου, με τον ίδιο τον εαυτό σου, αυτή είναι η πληρότητα, η εκδήλωση του χωρίς όρια εαυτού σου. Τον αληθινό εαυτό, κατάλαβε πως δεν είναι δυνατόν να τον θυμάσαι ή να τον ονειρεύεσαι, μόνο να τον ζεις μπορείς. Μία άπειρη πραγματικότητα συμπυκνωμένη στην κάθε στιγμή, που μπορείς να ζεις μονάχα μ’ όλο σου τον εαυτό. Αν η μνήμη που σου μιλώ μοιάζει με νοσταλγία επιστροφής, τότε γνωρίζεις τον προορισμό σου. Αν το όραμά σου μοιάζει με πόθο, τότε γνωρίζεις που πας. Γιατί αυτό που ψάχνεις, ό,τι κι αν είναι, δεν το βρίσκεις αλλά το δημιουργείς. Εσύ είσαι ο πόθος και ο ίδιος ο δρόμος. Μόνο η προσπάθεια είναι δική σου, μέχρι να γίνουν όλα δικά σου, όταν θα ’χεις προσφέρει όλο τον εαυτό σου γι’ αυτό, τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. Γιατί είσαι το μόνο Μυστήριο που υπάρχει, ο ιερέας που τελεί στο θυσιαστήριο και η προσφορά της θυσίας.

Το Τρισυπόστατο και Ομοούσιο της Θείας Τριαδικότητας του Θεού, εκδηλώνεται από το Θείο Αρχέτυπο του Αεί Υπάρχοντος Θεού στο μακρόκοσμο και στο μικρόκοσμο, όπου διαδοχικά συνεχίζει να αποκαλύπτεται στον Εαυτό Του, αποκαλύπτοντας την Απειρότητα της Ενότητάς Του. «Κανείς δεν μπορεί να έλθει εις Εμένα αν δεν τον έλξει ο Πατήρ Μου».

Οι προδιαγραφές και σκοπιμότητες της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό, αποτελούν τα υψηλότερα στοιχεία του κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωση. Αυτά τα στοιχεία φανερώνονται ως Πρόνοια, Εξέλιξη, Κοσμοθεώρηση και Θείο Έργο, δηλαδή, εκπληρώνεται το Αρχαίτιον, τιμώνται τα Θεία Αρχέτυπα των Σκοπών, των Σχεδίων και των Στόχων του Όντος και όλα τα στάδια της Οσιότητας, της Αγιότητας, της Χριστότητας και της Θέωσης. Η συνείδηση, η βούληση, ο χαρακτήρας, ο νους και η ευθύνη διαμορφώνεται από την Αγάπη μας προς τον Θεό.

Οι ανάγκες και οι ενέργειες, δηλαδή η ταυτότητα, η πληρότητα, ο αναβιβασμός, η πνευματικότητα και οι Θείες παρακαταθήκες, εκπληρώνονται μέσα από την αγάπη μας προς τον Θεό με διάφορους τρόπους όπως η Δοξολογία, η Προσευχή, η Συγνώμη, η Κένωση του Εαυτού για να μας πληρώσει το Θείο. Η Θεοϊδέα ενέχει τα στοιχεία του Απολύτου, της Αγαθότητας, του Αμέριστου και Αΐδιου.

Η αγάπη μας προς τον Θεό κάνει πιο ευδιάκριτα τα πνευματικά ένστικτα της αυθυπέρβασης, της αναζήτησης, της επίγνωσης, της έμπνευσης και της αμεσότητας, μαζί με το αυτεξούσιο, την αυτοτέλεια και τον αυτοπροσδιορισμό, σε σχέση με την αποστολή της τελειοποίησης.

ΤΙ

Η αγάπη μας προς τον Θεό ενεργοποιεί ένα πρόγραμμα λειτουργιών πνευματικής υπέρβασης σε ένα Θείο επίπεδο, όπου κατανοούμε και τελικά ταυτιζόμαστε με έννοιες όπως Αεικίνητος, Αγενεαλόγητος, Απάτωρ, Αμήτωρ, Απαθής. Τα κίνητρα, το όραμα, η καθοδήγηση, η μαθητεία και η δράση μας, εμφορούνται από την αγάπη μας προς τον Θεό. Η Κοσμοϊδέα μας διευρύνεται στην Αθανασία, την Αιωνιότητα, την Απειρότητα, το Απερινόητο και το Ασύλληπτο. Η Ανθρωποϊδέα διευρύνεται στο απερίγραπτο, ακατάληπτο, απροσμέτρητο, αδιαίρετο και το ανεξιχνίαστο, όταν ο άνθρωπος βιώνει τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση  την προδοσία, την Σταύρωση και την Ανάληψη.

ΠΩΣ

Τα τρία πρόσωπα της Θεότητας καθορίζονται από τον Πατέρα που είναι ο Άπειρος Νους, τον Υιό Μητέρα που είναι η ιδέα και το Πνεύμα το Άγιο που είναι η κίνηση των ιδεών. Κατ’ αντιστοιχία, υπάρχει το πνεύμα, η ψυχή και η πνευματική συνείδηση, η οποία μπορεί να κοιτάζει προς τα πάνω ως πνευματική ή προς τα κάτω ως υλική συνείδηση αλλά είναι ένα. Στην ουσία, όταν παρουσιάζεται η ψυχή σαν μη κλειστός δακτύλιος γύρω από το πνεύμα, πώς λειτουργεί; Η ψυχή που είναι πιο κοντά στην ύλη, καταγράφει τις μεταβολές της στιγμιαίας συνειδητότητας επάνω της. Όταν ο δακτύλιος αυτός που είναι ανοιχτός, αρχίζει και ενώνεται με τον πυρήνα που είναι το πνεύμα, είναι εκείνη η στιγμή όπου αφυπνίζεται, όπου ενεργοποιείται η λειτουργία του Σίμωνα του Κυρηναίου, είναι η πνευματική συνείδηση, όπου η αρχική ένωση της ψυχής και του πνεύματος αρχίζει και αφομοιώνεται ή, το σύνολο της στιγμιαίας, μεταβολής της συνειδητότητας που έχει καταγραφεί πάνω στην ψυχή και το πνεύμα.

Ο Χριστοποιημένος Άνθρωπος θα ενωθεί με την Τριάδα αποκτώντας και αυτός όμοια τριαδικότητα και κατανοώντας την ενότητά της. Μόνο τότε θα νιώσει τον τρόπο, που η Τριάδα απαρτίζει το Ένα αλλά και εκδηλώνει τις Τρεις Υποστάσεις της μεμονωμένα, χωρίς να υστερεί καμιά σε Θεότητα, Δύναμη, Πανσοφία, Αγάπη, γιατί εξακολουθούν να είναι Ένα. Θα συνειδητοποιήσει το Τρισυπόστατο, γιατί θα τον αγκαλιάζει και θα τον περιλαμβάνει μέσα Του και θα υπάρχει μόνο από τη δική Του ύπαρξη σε αδιαίρετη και συνεχή ένωση.

Διδαχθήκαμε τον Νόμο της Αλληλότητας, το «Αγαπάτε Αλλήλους», ο οποίος μας φανερώνει το τρισυπόστατο και ομοούσιο και ταυτόχρονα μας δίνει το κλειδί για την ταυτενέργειά μας με τον Λόγο, πώς αυτή μπορεί να πραγματωθεί, πώς μπορεί να εφαρμοσθεί στην καθημερινότητα για να γίνει πράξη, πώς μπορεί ο λόγος μας να αποκτήσει σάρκα και οστά και να υλοποιηθεί στη Γη.

Είναι αναπόφευκτο να βρίσκεται κανείς στον αληθινό Δρόμο, δίχως την επίγνωσή του και γι’ αυτό το Έργο να του φαίνεται σαν αγγαρεία μερικές φορές. Είναι οι Νόμοι-Στρατιώτες που αναγκάζουν το Σίμωνα τον Κυρηναίο να σηκώσει το Σταυρό του Ιησού για λίγο στη θέση Του, επειδή έτυχε να βρίσκεται στο δρόμο του Γολγοθά. Όμως ο Γολγοθάς πρέπει να διανυθεί κατά Χάριν και όχι κατά Νόμον, γι’ αυτό ο Σίμων ο Κυρηναίος δεν είναι σύμβολο τελειότητας, αλλά στάδιο.

Το ομοούσιο και τρισυπόστατο καθώς εκδηλώνεται με τρεις διαφορετικές μορφές, υπόκειται σε διαφορετικούς νόμους. Η ενεργοποίηση της εσωτερικής μας τριαδικότητας, γίνεται όταν υπάρχει ταύτιση σκέψης, λόγου και έργου, πίστη, αγάπη, διάκριση.

Οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα στη σχέση μας με τον Θεό, είναι ο σχεδιασμός, ο προγραμματισμός, η οργάνωση, η εστίαση και η προσαρμοστικότητα. Η αφιέρωση, η αξιοπιστία η μετάνοια, η αποδέσμευση, η επανόρθωση, η εξομολόγηση, η ευχαριστία, ο σεβασμός, η συνέπεια και η εγκαρτέρηση αντιμετωπίζονται με την υψηλότερη επίγνωση. Η Τρισυπόστατη Ομοούσια Ταυτενέργεια αποτελεί μια ολοκλήρωση στο πως αγαπάμε τον Θεό.

Τα δικαιώματα και οι εξουσίες που μας δίνει η αγάπη μας προς τον Θεό ενεργοποιούνται, όταν δεν επιρρίπτουμε τις ευθύνες σε Εκείνον και φτάνουν για όποιον το χωράει στη Προσφορά και τη Διδαχή του Θεού. Είπε ο Χριστός «Δι Εμού εις τον Πατέρα».

 ΠΟΤΕ

Οι αρχές και η αγωγή που διέπουν την αγάπη μας προς τον Θεό, είναι η πρόγνωση, η μελέτη, η επιλογή, ο έλεγχος, η ταξινόμηση, η αφοσίωση, η αυτοπειθαρχία, η αυτονομία, η εποπτεία και η επέμβαση. Η αγωγή και οι Αρχές του Δασκάλου, του Προτύπου που φέρει διαπιστευτήρια και ανάλογη κοσμοθεώρηση, επιτρέπουν τη συμμέθεξη στα Ιερά Μυστήρια, διαμορφώνοντας κατάλληλη συμπεριφορά. Ο νόμος της ενότητας συνδέεται με τον Χριστό: «Όπου δύο ή τρεις συνηγμένοι παρών Ειμί», και τo «Μιμηταί μου γίνετε», αποκαλύπτει τη Θεία Αγωγή.

ΠΟΣΟ

Δικαιοσύνη, αλήθεια και τιμιότητα, έχουν την έδρα τους στο κέντρο των ουρανών του ανθρώπου και εκφράζονται δια της καθαρότητας του νου, της ειλικρίνειας της καρδιάς, καθώς και της εμβέλειας και της ευρύτητας που έχει αποκτήσει η συνείδηση, μέσω των καθάρσεων και των διανοίξεων προς την άπειρη Θεοσυνείδηση. Τρεις θείες ιδέες, που κάθε μία εκφράζει Θεότητα, αλλά και οι τρεις αλληλοσυμπληρώνονται, παρουσιάζοντας το Τρισυπόστατο του Θείου Πνεύματος. Η λειτουργία τους ως θείες ιδέες και ταυτόχρονα νόμοι εξέλιξης και δημιουργίας, αφορούν το νου και την κίνηση των ιδεών μέσα του. Ιδέες δικαίου, ιδέες αλήθειας, ιδέες τιμιότητας, επιφέρουν πράξεις δικαίου, αλήθειας και τιμιότητας. Την απολυτότητα και την ολότητά τους εκφράζει μόνον ο Νους Χριστού.

Η αλληλοσυμπλήρωση των εννοιών δικαιοσύνης-αλήθειας-τιμιότητας, υφίσταται ταυτόχρονα και στα τρία επίπεδα του ανθρώπου, νου, καρδιά και συνείδηση, καθώς λειτουργούν και στα τρία κέντρα ως φάροι φωτεινοί του πνευματικού ανθρώπου. Δικαιοσύνη άνευ της αλήθειας, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ως θεία δικαιοσύνη. Αλήθεια άνευ τιμιότητας και καθαρής προθέσεως, δεν δύναται να υφίσταται ως Αλήθεια Θεού. Τιμιότητα άνευ δικαίου και φωταυγούς Αληθείας δεν υπάρχει. Αλήθεια άνευ δικαιοσύνης, είναι περιορισμένη στη μερικότητα. Δικαιοσύνη άνευ τιμιότητας καταρρίπτεται, καθώς η εμφάνιση της Θείας Αλήθειας φανερώνει την ποιότητά της.

Αλήθεια-δικαιοσύνη-τιμιότητα. Αγάπη-έλεος-καθαρότητα. Η συνεκτικότητα των νόμων σε μεγαλοπρέπεια και άπειρη σύνθεση, που αποτελεί το όλον του πνεύματος! Το πνεύμα είναι αληθινά τίμιον και η δικαιοσύνη, του προσφέρει την αγάπη και το έλεος, ολοκληρώνοντας τον άνθρωπο με τη Θέωσή του.

Οι αρετές και οι ικανότητες, που συνδέονται άμεσα με την αγάπη μας προς τον Θεό, είναι η αγαθοτέλεια, η αυτοπαράδοση, η αυτοθυσία, η αυταπάρνηση, η υπευθυνότητα, όπως επίσης η ταπεινοφροσύνη, η τιμιότητα, η ανιδιοτέλεια, η πίστη και η μακροθυμία και φυσικά η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η κυβερνητική, η φιλαλήθεια και η εγκράτεια.

ΠΟΥ

Η αγάπη μας προς τον Θεό μας οδηγεί άμεσα στα υψηλότερα πνευματικά αγαθά, τα οποία δεν εξασφαλίζονται με χρήμα όπως τα υλικά, χάριν των οποίων οι περισσότεροι άνθρωποι αναλώνουν τη ζωή τους χάνοντας τα υπόλοιπα. Η Αγάπη, η Αρμονία, η Σοφία, η Αλήθεια, η Ζωή, η Ενότητα, η Ειρήνη, η Ελευθερία, η Θεία Χάρη, η Ευδαιμονία, βιώνονται ανάλογα με την ποιότητα της αγάπης προς τον Θεό. Ένας Ουράνιος κόσμος ανοίγεται μέσα μας στη Βασιλεία των Ουρανών, το πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο Θησαυρός των Αγαθών και Ζωής Χορηγός που σκήνωσε εν ημίν. Μέσα απ΄ Αυτόν βιώνουμε την Ανάσταση, την Σωτηρία, την Ουσίωση, την Χαρίτωση, την Νήψη, την Θεογνωσία και την Αφθονία των Δωρεών του Αγίου Πνεύματος, διότι «όποιος εώρακε τον Υιό εώρακε τον Πατέρα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: