Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

ΑΛΗΘΕΙΑ....ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΩ; (ΜΕΡΟΣ Ε') Ο ΙΗΣΟΥΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΙΟΥΔΑΙΟΣ



Ο Ιησούς δεν ήταν Ιουδαίος
«Οι Ιουδαίοι είναι οι δολοφόνοι του Κυρίου» Άγιος Γρηγόριος Νύσσης («Πασχάλιον κήρυγμα»).
Το έτος 2001 για τους Ιουδαίους είναι το 5762 «από κτίσεως κόσμου». Γι’ αυτούς, ο κόσμος δημιουργήθηκε το 3761 π.Χ.!
Ο Ιησούς δεν ήταν Εβραίος. Ήταν Γαλιλαίος, πράγμα εντελώς διαφορετικό. Ήταν όμως Ιουδαίος κατά το θρήσκευμα;
Όπως ανέφερα, πολλοί Γαλιλαίοι εξιουδαϊσθησαν βιαίως από τους Μακκαβαίους, εκατό μόλις έτη πριν από την εμφάνιση του Ιησού. Η οικογένειά του πρέπει να ανήκε σ’ αυτούς. Διότι ο Ιωσήφ και η Μαρία εμφανίζονται ως Ιουδαίοι, αλλά όχι και τόσον πιστοί τηρειταί του Νόμου.
Τούτο συνάγεται από πολλά σημεία των Ευαγγελίων. Παράδειγμα:
α) Κατά τον Νόμο, γυναίκα που μένει έγκυος όχι από τον νόμιμο σύζυγό της θανατώνεται δια λιθοβολισμού. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη στην Μαρία. Διότι οι Γαλιλαίοι δεν εφαρμόζουν τον Νόμο.
β) Το νεογέννητο, κατά τον Νόμο, πρέπει να προσκομισθεί στον Ναό για να ευλογηθεί από ιερέα. Ο υποκαθιστών ιερέα στα καθήκοντά του τιμωρείται με θάνατον. Οι γονείς του Ιησού όμως τον πήγαν στην Ιερουσαλήμ και τον παρουσίασαν όχι στον ιερέα, αλλά σε κάποιον Συμεών, «άνθρωπον δίκαιον και ευλαβή… και αυτός εδέξατο αυτόν εις τας αγκάλας και ευλόγησεν» (Λ. Β΄ 25-38).
Πουθενά, σε κανένα σημείο του κηρύγματός του, ο Ιησούς δεν αναφέρει το «προπατορικόν αμάρτημα», που αποτελεί την αφετηρία της Ιουδαϊκής πίστεως. Ούτε σ’ ολόκληρη τη Κ.Δ., ούτε στο «Σύμβολον Πίστεως» γίνεται αναφορά σ’ αυτόν τον ακρογωνιαίων λίθον του Ιουδαϊσμού.
Λέγει στον Πιλάτο: «ει εκ του κόσμου τούτου ην η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται αν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μη παραδοθώ τοις Ιουδαίοις» (Ιωάν. ΙΗ΄ 36).
Το πραγματικό όνομα της Ιερουσαλήμ, κατά τους Ιουδαίους, είναι Καντούσα = η Αγία. Όπως όμως και το αληθινό όνομα του Θεού (Γιαχβέ) έτσι και αυτό αποτελούσε ταμπού και απαγορευόταν η χρήσης του. Όπως τον Γιαχβέ τον έλεγαν Αντονάϊ, έτσι και την Καντούσα την έλεγαν Ιερουσαλήμ, αποφεύγοντας την χρήση του πραγματικού ονόματός της.
Σε καμία περίπτωση, ούτε μία φορά σε όλο του το κήρυγμα χρησιμοποίησεν ο Ιησούς τις ονομασίες των Ιουδαίων για την θεότητα. Ποτέ, πουθενά δεν είπε «Ελοχίμ» ή «Αδωνάι» ή «Γιαχβέ». Και δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποίησει αυτές τις ονομασίες, διότι ο Θεός – Πατέρας που εκήρυττε, ο θεός της Αγάπης που πρέπει να λατρεύεται «εν πνεύματι και αληθεία», είναι το αντίθετο του τρομερού Γιαχβέ, του ζηλόφθονου Κυρίου που πρέπει να λατρεύεται «μετά φόβου». Ο πνευματικός πανανθρώπινος Θεός του Ιησού δεν είναι μετεξέλιξης του εθνοφυλετικού και γενοκτόνου Θεού των Εβραίων –είναι η απόλυτη άρνησής του.
Το ιερατείο του Ιουδαϊσμού, αλλά και τους άλλους πάσης φύσεως εκπροσώπους του, τους στιγματίζει ανηλεώς («ουαί υμίν…»), ενώ ουδέποτε καταφέρεται κατά των ελληνιζόντων Σαδδουκαίων.
Έναντι των Εβραίων προφητών τηρεί στάση αδιαφορίας.
Κάποτε θεράπευσε δέκα λεπρούς και μόνον ένας επανήλθε για να τον ευχαριστήσει: ο Σαμαρείτης!
Ο Ιησούς ανέφερε τη περίπτωση του Ηλία, ο οποίος, αν και υπήρχαν πολλές χήρες στο Ισραήλ, δεν κατέφυγε σε καμίαν απ’ αυτές και προτίμησε να πάει σε μία μη-Ιουδαία, στην Σαρεπτά, στην Σιδώνα. Υπενθύμισεν επίσης ότι επί Ελισαίου υπήρχαν πολλοί Εβραίοι λεπροί, αλλά ο προφήτης προτίμησε να θεραπεύσει έναν Σύριο, τον Νααμάν. Ο ίδιος αφηγήθηκε και την παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, εκπροσώπου της πιο μισητής στους Εβραίους εθνότητος, με την οποίαν υπεγράμμισε την ηθική του ανωτερότητα έναντι ενός Εβραίου ιερέως και ενός Λευίτου.
Όταν οι μαθητές του του εζήτησαν να κατακαύση τους αρνηθέντες να τον φιλοξενήσουν Σαμαρείτες, όπως ο Ηλίας έπραξε για τους πιστούς του Βάαλ, ο Ιησούς αρνήθηκε και τους επέκρινε, επειδή δεν κατενόησαν εν ονόματι ποίου πνεύματος κηρύττει, διαχωρίζοντας έτσι το κήρυγμά του από εκείνο του Ηλία, το σύμφωνο με το πνεύμα του Ιουδαϊσμού.
Ο Ιουδαϊσμός δεν επιτρέπει την αμφισβήτησή του. Και ο Ιησούς τον αμφισβητεί. Με καθαρώς ιστορικά κριτήρια, θα λέγαμε ότι γεννήθηκε σε λάθος θρησκεία, σε λάθος λαό. Ιουδαϊσμός και Εβραίοι δεν τον ανέχονται.
Μεταξύ αυτών και του Ιησού υπάρχει αμοιβαία απόρριψης. Το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο. Θα τον σκοτώσουν. Από την άποψη των Εβραίων, η θανάτωσής του ήταν και παραμένει αναγκαία και νομότυπη.

Ο Ιησούς αρνήθηκε τον Ιουδαϊσμό.
Ο Ιουδαϊσμός αρνήθηκε και θανάτωσε τον Ιησού.
Γιατί ο Χριστιανισμός και ιδίως η ελληνικότερη μορφή του, η Ορθοδοξία, επιμένουν να τον παρουσιάζουν ως «πιστόν Ιουδαίο»;

Πόθεν ο Δαυιδισμός και οι ευαγγελικές γενεαλογίες
Κατά τον α΄ αιώνα, οι οπαδοί του Ιησού ήσαν δύο κατηγοριών: οι «εξ εθνών» και οι «εξ Ιουδαίων». Οι δεύτεροι θεωρούσαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που από αιώνων ανέμεναν οι Εβραίοι. Μόνο που αυτοί δεν τον ανεγνώρισαν, διότι είχαν ερμηνεύσει εσφαλμένως τις σχετικές προφητείες. Έτσι, αντί για έναν ηθικό αναγεννητή της ανθρωπότητας, προσδοκούσαν έναν στρατιωτικοπολιτικό ηγέτη του έθνους των. Οι προφητείες όμως έλεγαν ότι ο Μεσσίας θα ήταν από την βασιλική γενεά του Δαυίδ. Άρα, κατά τους «εξ Ιουδαίων» χριστιανούς, ο Ιησούς ήταν Δαυίδης. Την άποψη αυτήν κατόρθωσαν να «περάσουν» και στους «εξ εθνών» ομοπίστους των, οι οποίοι άλλωστε εκολακεύοντο αποδίδοντας στον ιδρυτή της θρησκείας των βασιλική καταγωγή. Καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή της Δαυιδικής καταγωγής του Ιησού διεδραμάτισε το γεγονός ότι τα πρώτα κείμενα «Πρωτοευαγγέλια» του Χριστιανισμού εγράφησαν από ιουδαίο-χριστιανούς.
Η πίστη ότι ο Μεσσίας-απελευθερωτής των Εβραίων και εν συνεχεία κοσμοκράτωρ θα κατάγεται από την Βασιλική γενεά του Δαυίδ, πρωτοδιατυπώθηκε στον «Έσδρα» (Δ΄ 12, 32). Σε μία δέησή τους οι Εβραίοι έλεγαν: «Ανάστησον παραυτίκα τον βλαστόν Δαυίδ» (Schmoone esre).
Η Εβραϊκή Βίβλος παρουσιάζει τον Θεό να υπόσχεται στον Δαυίδ: «θα δώσω συνέχεια στην γενιά σου… Ένας από τους απογόνους σου θα οικοδομήσει δυναστεία… και γω θα μεριμνήσω να καταστήσω ακλόνητο τον βασιλικό σου θρόνο εις τους αιώνας» (Β΄ Σαμ. 7).
Και στον Ψαλμό 89, ο Γιαχβέ δηλώνει: «Έκανα συμφωνία με τον εκλεκτό μου, ορκίσθηκα στον Δαυίδ τον δούλο μου: θα κάνω να διαρκέσει αιωνίως η γενεά σου, θα θεμελιώσω αιωνίως τον θρόνο σου… Η γενεά σου θα διαρκέσει αιωνίως… θα διαρκέσει εις τους αιώνας, όπως η σελήνη».
Το «Πρωτοευαγγέλιον του Ιακώβου», έργο των ιουδαιοχριστιανών, απέβλεπε κυρίως στην απόδειξη της δαυιδικής καταγωγής του Ιησού. Από αυτό φαίνεται ότι άντλησε ο Ματθαίος την σχετική γενεαλογία που παραθέτει στο Ευαγγέλιό του, κατά την οποίαν ο Ιωσήφ καταγόταν από τον Δαυίδ.
 Το «κατά Ματθαίον» είναι επίσης έργο ιουδαιοχριστιανών. Σ’ αυτό, παρουσιάζεται η «βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαβίδ υιού Αβραάμ». Κατ’ αυτήν, «Ιακώβ δε γέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα της Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός» (Μτ. Α΄ 16 κε.). όμως:
α) Αφού ο Ιωσήφ δεν είναι πατέρας του Ιησού, τι σημασία έχει η δαυϊδική καταγωγή του πρώτου;
Γίνεται, συνεπώς, υπαινιγμός ότι ο Ιωσήφ είναι πράγματι πατέρας του Ιησού.
β) Στην «κατά Ματθαίον» γενεαλογία, περιλαμβάνονται και τα ονόματα τεσσάρων γυναικών, ενώ οι Εβραίοι δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν τις γυναίκες προγόνους των και οι γενεαλογίες του περιελάμβαναν μόνον ονόματα αρρένων προγόνων.
γ) Οι εν λόγω γυναίκες είναι: Θάμαρ (Α΄ 3), Ραχάβ (Α΄ 5), Ρούθ (Α΄ 5) και Βηθσαβέε (Α΄ 6).
Η δεύτερη συνευρέθει με τον πεθερό της σε μία γωνία του δρόμου («Γεν.» ΛΗ΄ 12-19).
Η δεύτερη δεν ήταν Εβραία, αλλά Χαναναία πόρνη που επρόδωσε την πατρίδα της Ιεριχώ στους Εβραίους εισβολείς (Ματθ. Α΄ 5).
Ως τον γ΄ αιώνα, υπήρχαν ακόμη Εβιωναίοι, οι οποίοι απέρριπταν την θεότητα του Χριστού και τον παρουσίαζαν ως φυσιολογικό παιδί του Ιωσήφ και της Μαρίας (Ευς.ΙΙΙ, 27).
Οι Εβιωναίοι ήσαν ιουδαιο-χριστιανοί, οι οποίοι τηρούσαν τον Μωσαϊκό Νόμο και εδέχοντο την πίστην του Ιουδαϊσμού ότι ο Θεός δεν μπορεί να έχει Υιόν.
Η Τρίτη επίσης ήταν «ειδωλολάτρης» ( Μωαβίτισσα) και αμαρτωλή («Ρούθ» Α΄ 4).
Η Βηθσαβέε τέλος είναι σύζυγος του Χετταίου Ουριόν, και συμφωνεί με τον εραστή της βασιλέα Δαυίδ να δολοφονηθεί ο σύζυγός της. Από τον Δαυίδ γέννησε τον Σολομώντα, υποτιθέμενο πρόγονο του Ιησού (Β΄ Σαμ. ΙΑ΄, Ματθ. Α΄ 6).
Είναι δυνατόν ο Μεσσίας να έχει τέτοια καταγωγή; Όταν οι Εβραίοι έλεγαν ότι ο Λυτρωτής τους θα είναι «γόνος Δαυίδ», εννοούσαν αιμομίκτριες, πόρνες, μοιχαλίδες, προδότριες, «ειδωλολάτρισσες»;
δ) ο δαυϊδικός κλάδος που απολήγει στον Ιωσήφ ανάγεται στον Σολομώντα. Αυτός, όμως ήταν νόθος, προϊόν μοιχείας και φόνου, υιός «ειδωλολάτρισσας». Επί πλέον, ο ίδιος ο Σολομών δολοφόνησε τον αδελφό του και νόμιμο διάδοχο για να σφετερισθεί τον θρόνο, εξόντωσε πιστούς συνεργάτες του πατέρα του, υπήρξε έκδοτος, συνεργάσθηκε με «ειδωλολάτρες», παντρεύτηκε «ειδωλολάτρισσες» και παρεξέκλινε προς την πολυθεΐα. Είναι ιδανικός πρόγονος του Ιησού;
Στο «κατά Λουκά» (Γ΄ 23-38) εμφανίζεται διαφορετική γενεαλογία για την δαυιδική καταγωγή του Ιωσήφ, η οποία ανάγεται όχι στον Σολομώντα, αλλά στον άλλο υιό του Δαυίδ, τον Νάθαν. Επίσης αναφέρεται ότι ο Ιησούς «ενομίζετο υιός Ιωσήφ». Προφανώς ο Λουκάς διέκρινε το άτοπον της αναγωγής της καταγωγής του Ιησού εις τον γόνον μοιχείας, δολοφόνο και έκδοτο Σολομώντα και έτσι προτίμησε τον Νάθαν.
Τα άλλα δύο Ευαγγέλια δεν αναφέρουν καμία γενεαλογία, αφού ο Ιησούς ήταν Υιό; Θεού και συνεπώς δεν είχε δαυιδική ούτε άλλη ανθρώπινη καταγωγή.
Είναι το γεγονός ότι οι Εβραίοι είναι ο μόνος λαός που αντί για ήρωες, σοφούς, πρότυπα αρετής, προβάλλει επιμόνως ως προγόνους του απατεώνες (Ιακώβ), προαγωγούς των συζύγων τους (Αβραάμ, Ισαάκ), σφαγείς (Μωυσής), γενοκτόνους (Ναυή), μοιχούς –σφετεριστές –δολοφόνους - έκδοτους (Δαυίδ, Σολομών). Προφανώς σ’ αυτήν την παράδοξη τάση οφείλεται και η επιλογή τεσσάρων ηθικών καταδικαστέων γυναικών ως προγόνων του Ιησού.
 
Προς τι οι γενεαλογίες;
Τα δύο από τα τέσσερα Ευαγγέλια αγνοούν τις γενεαλογίες. Τα άλλα δύο, που τις παραθέτουν, βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία.
Στο «κατά Ματθαίον» παρατίθενται 26 πρόγονοι του Ιησού, από τον Ιωσήφ έως τον Δαυίδ και άλλοι  10 έως τον Αβραάμ.
Στο «κατά Λουκάν», 35 πρόγονοι του Ιησού, από τον Ιωσήφ ως τον Δαυίδ και άλλοι 21 ως τον Αβραάμ.
Στο «κατά Ματθαίον» ο Ιωσήφ κατάγεται από τον Δαυίδ δια του Σολομώντος, στο «κατά Λουκάν» δια του Νάθαν. Ο Σολομών ήταν ο δ΄, ενώ ο Νάθαν ο γ΄ υιός του Δαυίδ.
Τα δύο Ευαγγέλια δεν συμπίπτουν ούτε σε ένα από τα ονόματα που παραθέτουν. Οι γενεαλογίες είναι εντελώς διαφορετικές.
Ακόμη και στον πατέρα του Ιωσήφ διαφωνούν. Στο «Μ» είναι ο Ιακώβ, ενώ στο «Λ» ο Ελί.
Φυσικά και τα χρονικά διαστήματα από τον Ιωσήφ ως τον Δαυίδ και από αυτόν ως τον Αβραάμ διαφέρουν τεραστίως, αφού κατά τον «Μ» καλύπτουν 36 γενεές, ενώ κατά τον «Λ» 56!
Σε έναν μόνον σημείο συμπίπτουν: ότι ο Ιωσήφ κατάγεται από τον Δαυίδ. Όμως ο Ιωσήφ δεν είναι πατέρας του Ιησού, ο οποίος είναι Υιός του Θεού. Οπότε τι νόημα έχει η προσπάθεια ν’ αποδειχθεί η δαυιδική καταγωγή του Ιωσήφ; Η Μαρία είναι η μητέρα του Ιησού, ο οποίος δι’ αυτής και μόνον συνδέεται με το ανθρώπινο γένος. Όμως δεν γίνεται προσπάθεια αποδείξεως δαυιδικής καταγωγής της.
Υποστηρίζεται ότι η γενεαλογία του Ματθαίου είναι η ορθή, διότι αυτός είχε πρόσβαση στα αρχεία του Ναού απ’ όπου και την άντλησε. Όμως ο Ναός είχε καταστραφεί το 586 π.Χ., όταν οι Βαβυλώνιοι κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ και δεν νομίζω ότι θα διεσώθησαν τα αρχεία του, εάν βεβαίως υποθέσομε ότι πράγματι ετηρούντο τέτοια. Επί πλέον, η γενεαλογία του Λουκά φαίνεται λογικότερη κυρίως ως προς τον χρόνο που καλύπτει. Ο Ναός ξανακτίσθηκε από τον Ηρώδη λίγα μόλις χρόνια πριν την γέννηση του Ιησού και κατεστράφη εκ νέου από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ.
Οπότε για ποια αρχεία του Ναού γίνεται λόγος;

Δαυίδης ή Λόγος;
Διαβάζουμε στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο κεφ. 22, στιχ. 41-46: Κάποια στιγμή, ενώ οι Φαρισαίοι ήταν συγκεντρωμένοι, τους ρώτησε ο Ιησούς λέγοντας, «Τι ιδέαν έχετε περί του Μεσσίου, που θα αναδειχθή και θα χρισθή Τοιούτος από αυτόν τον Θεόν; Τίνος απόγονος είναι; Λέγουν εις Αυτόν٠ Είναι απόγονος του Δαβίδ. Λέγει εις αυτούς٠ Πώς λοιπόν ο Δαβίδ εμπνεόμενος από το Άγιον πνεύμα τον αποκαλεί Κύριον, όταν λέγη:  Είπεν ο Κύριος και Θεός εις τον Κύριον μου Χριστόν٠ Κάθησε επί του θρόνου μου εις τα δεξιά μου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου σαν άλλο υποστήριγμα που θα ακουμπούν και θα πατούν επάνω στα πόδια σου. Αλλ’ οι πάπποι ποτέ δεν καλούν τα εγγόνια και τα τρισέγγονα των κυρίους των. Ούτε στέκει ποτέ οι πρόγονοι να προσφωνούν τους απογόνους των κυρίους. Εάν λοιπόν ο Δαβίδ τον αποκαλεί Κύριον πώς είναι υιός και απόγονός του; Αυτό σημαίνει ότι ο Μεσσίας δεν είναι μόνον υιός του Δαβίδ, αλλά και υιός του Θεού και ως τοιούτος είναι και κύριος του Δαβίδ. Και κανείς δεν ημπόρεσε να Του αποκριθή ούτε λέξιν, ουδέ ετόλμησε κανείς από την ημέραν εκείνην να Τον ερωτήσει πλέον.».
Αφού, τόσο ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, όσο και ο Ευαγγελιστής Λουκάς, με τα γενεαλογικά δένδρα του Ιησού, αν μη τι άλλο, αποδεικνύουν ότι υπάρχει προβληματισμός στις σχέσεις του Ιησού με τον οίκο του Δαβίδ, προς τι η προσπάθεια ορισμένων να μας πείσουν ότι ο Ιησούς ήταν απόγονος του Δαβίδ;
Προς τι η ανυπαρξία των γονέων της Παναγίας και Παρθένου Μαρίας, της Μητέρας του Ιησού, μέσα στη Καινή διαθήκη, την ώρα που οι γονείς του Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη αναφέρονται κατ’ επανάληψη με το όνομά τους (Ζαχαρίας και Ελισάβετ); Γιατί δεν αναφέρονται πουθενά στην Καινή Διαθήκη τα ονόματα του Ιωακείμ και της Άννας (γονείς της Παναγίας), παρά μονάχα στα λεγόμενα «Απόκρυφα Ευαγγέλια», όπως του Ιακώβου;
Προς τι η παραποίηση του γενεαλογικού δέντρου της Αειπαρθένου Μαρίας από αιρετικούς, οι οποίοι την θεωρούν θυγατέρα του Ηλί; Μα, υιός του Ηλί (υιού του Ματθάν, υιού του Λευί κλπ. ) ήταν, κατά τον Λουκά, ο Ιωσήφ. Δηλαδή, ο Ιωσήφ ποια γυναίκα μνηστεύθηκε;
Λένε ό,τι ο Ιησούς ήταν Ιουδαίος. Και γιατί τότε Τον αποκαλούν «Ναζωραίον» (από την Ναζαρέτ) ή «Γαλιλαίον» (από την περιοχή της Γαλιλαίας); Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο Ιησούς καταγόταν από την Ναζαρέτ, όπου και η ιδιαίτερη πατρίδα Του, σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του Ιησού.
Γιατί ο Ιησούς Χριστός άρχισε το σωτήριο έργο Του από την Γαλιλαία, όπου είχε και τους πρώτους μαθητές Του και όχι από την Ιουδαία;
Γιατί οι Εβραίοι με σφαγές και τρομοκρατία εξισραηλίτισαν το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών οικογενειών της Γαλιλαίας και γύρω από αυτήν, όπου και η ελληνική Δεκάπολη;
Αφού ήταν Ιουδαίος (ας λέμε «Εβραίος», αν και τον όρο αυτό ποτέ δεν τον χρησιμοποίησε ο Χριστός!), ο οποίος για φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους σεβόταν τους Νόμους, γιατί καταφέρθηκε εναντίον των Ιουδαίων στο θέμα της περιτομής; («Μωϋσής δέδωκε υμίν την περιτομήν, ουχ ότι εκ του Μωϋσέως εστίν, αλλ’ εκ των πατέρων, και εν Σαββάτω περιτέμνετε άνθρωπον.»);
Προς τι η «ανάγκη» του Ιησού να «απολογείται» στους Ιουδαίους και πολλές φορές να τους προκαλεί με την ερώτηση «πόθεν ειμί;»;
Προς τι ο προβληματισμός των Φαρισαίων για το ενδεχόμενο ο Ιησούς να διδάσκει τους Έλληνες; («μη εις την διασποράν των Ελλήνων μέλλει πορεύεσθαι και διδάσκειν τους Έλληνας;»).
Προς τι ο προβληματισμός των Φαρισαίων που ανέμεναν τον Μεσσία «εκ του σπέρματος Δαυίδ» και όχι εκ της Γαλιλαίας, απ’ όπου καταγόταν ο Ιησούς («σχίσμα ούν εν τω όχλω εγένετο δι’ αυτών»);
Προς τι ο διαχωρισμός της θέσεως του Ιησού, «Ιουδαίου» όντος, από τους Νόμους των «πατέρων»; Ποτέ δεν χρησιμοποίησε τη φράση «εν τω νόμω δε τω ημετέρω», αλλά πάντα έλεγε τη φράση «εν τω νόμω δε τω υμετέρω».
Προς τι η συχνή ερώτηση των Φαρισαίων για τον πατέρα του Ιησού («που εστιν ο πατήρ σου;») και η «ανάγκη» του Χριστού να απολογείται ή και να «προκαλεί» με την απάντησή «ούτε εμέ οίδατε ούτε τον πατέρα μου»;
Η δίκη του Ιησού και η συνεχή προσπάθεια των εξεταστών Του (Άννας, Καϊάφας, Πιλάτος, Ηρώδης) προς εξακρίβωση της ταυτότητάς Του, σε τι απέβλεπε άραγε;
Η Σταύρωση του Κυρίου (που ήταν ένα πανάρχαιο ελληνικό έθιμο), αλλά και η ελληνική επιγραφή επί του Τιμίου Σταυρού τι να ήθελαν να «αποκρυπτογραφήσουν»;
Ακόμη και ο διάλογος μετά του Πιλάτου και η δίκη του Ιησού διεξήχθησαν ασφαλώς στην ελληνική, «διότι εκ των εν τοις ιεροίς ευαγγελίοις ιστορουμένων δεν διαφαίνεται η χρήσις διερμηνέως»!
Είναι καταφανές ότι οι γενεαλογίες του «Μ» και «Λ» οφείλονται σε «εξ Ιουδαίων» χριστιανούς. Αυτούς οι οποίοι, συνεπείς προς τον Ιουδαϊσμό, δεν απέδιδαν θεία καταγωγή στον Ιησού, τον θεωρούσαν άνθρωπο, υιό του Ιωσήφ και της Μαρίας, και γι’ αυτό επεχείρησαν να αποδώσουν βασιλική καταγωγή στον, κατ’ αυτούς, πατέρα του. Αντιθέτως, τα δύο άλλα Ευαγγέλια απηχούν την ελληνοχριστιανική θέση, ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού και συνεπώς δεν έχει πατρική γενεαλογία και άρα δεν είναι Δαυίδης. Αντιθέτως, στην καθαρώς  ιουδαϊκής προελεύσεως «Αποκάλυψην» παρουσιάζεται ο Χριστός να διακηρύσσει: «Εγώ ειμί η ρίζα και το γένος Δαυίδ» (ΙΕ΄ 2, 18).
Η δήθεν δαυιδική γενεαλογία απουσιάζει από το «κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο», που είναι το πιο «πνευματικό» κατά τον Κλήμην τον Αλεξανδρινών και αναμφιβόλως εκείνο που περισσότερο εκφράζει την ουσία του Χριστιανισμού, εξ ου και ο Ωριγένης γράφει: «απαρχήν μεν πασών γραφών είναι τα ευαγγέλια, των δε ευαγγελίων απαρχή το κατά Ιωάννην» (Σχόλια εις το «κατά Ιωάννην Ευαγ.» τ.Α.6).
Σ’ αυτό το Ευαγγέλιο ταυτίζεται ο Ιησούς-Χριστός με τον Λόγο, τον οποίον ενσάρκωσε ενανθρωπίζοντάς τον. Λόγος κατά τους Έλληνες (Ηράκλειτος) είναι ο εκδηλούμενος εν τω κόσμο Θεός. Άρα, ο Χριστός είναι «ο μονογενής υιός του Θεού» (Ιω. Α΄ 18, 29, 36), που υπήρχε ανέκαθεν, «προ Κτίσεως κόσμου», «προ πάντων των αιώνων», πριν ο Θεός πλάση τον άνθρωπο. Οπότε ούτε ο Δαυίδ, ούτε άλλος άνθρωπος είναι πρόγονός του: «εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον  Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος…».

Ο Ιησούς διαψεύδει- Όχι στις γενεαλογίες
Ο ίδιος ο Ιησούς διέψευσε τα περί δαυιδικής καταγωγής του:
Στο «κατά Μάρκον» (ΚΒ΄ 35-37) ο Ιησούς απορεί πως είναι δυνατόν να θεωρούν τον Χριστόν «υιόν Δαυίδ). Λέγει: «Πως λέγουσιν οι γραμματείς ότι ο Χριστός υιός Δαυίδ εστί;», αφού «αυτός ούν Δαυίδ λέγει αυτόν Κύριον και πόθεν υιός αυτού εστί;». Δηλαδή πως μπορεί ο Χριστός να είναι υιός του Δαυίδ, όταν ο τελευταίος τον αποκαλεί «Κύριον»;
Ο Ιησούς, ως Χριστός, δεν μπορεί να είναι «υιός Δαυίδ».
Στο κατά Ματθαίον» (ΚΒ΄ 42-46) ερωτά τους Φαρισαίους: «Τι υμίν δοκεί περί του Χριστού; Τίνος υιός εστί;». Αυτοί που απαντούν: «του Δαυίδ». Οπότε τους αποστομώνει: «πως ουν Δαυίδ Κύριον αυτόν καλεί;… εις ουν Δαυίδ καλεί αυτόν Κύριον, πως υιός αυτού εστί;».
Στο «κατά Ιωάννην», όταν τον ερώτησαν προκλητικώς εάν είναι «μείζων» του Αβραάμ, απάντησε «πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί» (Ιωαν. Η΄ 58). Πως λοιπόν μπορεί να είναι γόνος του Δαυίδ, που είναι μεταγενέστερος του Αβραάμ κατά μία σχεδόν χιλιετία; Και διευκρινίζει όταν ο Αβραάμ είναι «ο πατήρ υμών» (Ιωαν. Η΄ 56), όχι ημών-εμού. Άρα, ο Ιησούς ούτε Εβραίος (αφού μη γόνος Αβραάμ) ούτε Δαυίδης είναι.
Στο «κατά Ιωάννην», όταν γίνεται λόγος μεταξύ των Ιεροσολυμιτών για την καταγωγή του, ο Ιησούς δηλώνει: «απ’ εμαυτού ουκ ελήλυθα, αλλ’ εστίν αληθινός ο πέμψας με, όν υμείς ουκ είδατε, εγώ είδα αυτόν, ότι παρ’ αυτού ειμί κακεινός με απέστειλεν» (Ζ΄ 28-29). Είναι φανερών ότι αναφέρεται όχι στον Δαυίδ, αφού αυτόν οι Εβραίοι τον εγνώριζαν καλώς, αλλά στον Θεό που αυτοί αγνοούν, διότι αντ’ αυτού λατρεύουν τον Γιαχβέ.
Στο ίδιο Ευαγγέλιο, οι Εβραίοι αμφισβητούν ότι ο Ιησούς έχει την ιδιότητα του Χριστού, διότι «η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυίδ… ο Χριστός έρχεται» (Ζ΄ 42).
Άρα, κατ’ αυτούς, ο Ιησούς δεν είναι ο Χριστός, διότι δεν είναι Δαυίδης.
Ο απ. Παύλος («Α΄ προς Τιμόθεον» Α΄ 3-4) συνιστά στους πιστούς: «μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίες απεράντοις», ενώ στην «προς Τίτον» (Γ΄ 9) χαρακτηρίζει «μωράς δε ζητήσεις και γενεαλογίας».
Ο Τατιανός, ο οποίος γύρω στο 175 συνέθεσε ένα ενιαίο Ευαγγέλιο με βάση τα γνωστά τέσσερα (εξ ου και «δια τεσσάρων»), αφαίρεσε τις γενεαλογίες που παρουσίαζαν τον Ιησού γόνον Δαυίδ.
 Το ίδιο είχε κάνει πριν απ’ αυτόν και ο Θεόφιλος, επίσκοπος Αντιοχείας, ο οποίος υπεστήριξεν ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος και συνεπώς δεν έχει σχέση με ανθρώπινες γενεαλογίες.
Τελικώς όμως επεκράτησεν ένας παράδοξος συμβιβασμός. Η Χριστιανοσύνη ταυτίζει τον Ιησού με τον Λόγο και τον θεωρεί Υιόν Θεού, ταυτοχρόνως όμως, όλως ακατανοήτως, τον θέλει και Δαυίδην, δηλ. καταγόμενων «εκ σπέρματος Δαυίδ» δια του Ιωσήφ, ο οποίος όμως δεν είναι πατέρας του Ιησού.
Στο «κατά Λουκάν» βρίσκουμε την ιουδαϊκή παράδοση περί Μεσσίου: «και δώσει αυτώ (=στον Μεσσία) Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ του Πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ» (Α΄ 32). Ο Ιησούς όμως διαψεύδει ότι είναι «υιός Δαυίδ» και αρνείται ότι ήλθε για «να βασιλεύσει εις τον οίκον Ιακώβ» (δηλ. στους Εβραίους). Στο «κατά Ιωάννην» (ΣΤ΄ 15) ο Ιησούς αρνείται να γίνει βασιλεύς των Εβραίων. Γι’ αυτό, όταν προς στιγμήν υπήρξε κάποια τέτοια σκέψης των Ρωμαίων, έφυγε για να τον αποφύγει. «Ιησούς ουν γνους ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλην εις το όρος αυτός μόνος». Τέλος, όταν ο Πιλάτος τον ερωτά εάν είναι βασιλεύς των Ιουδαίων, απαντα: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιωαν. ΙΗ΄ 36).
Τέλος, εάν ο Ιησούς αναγνωρίζετο πράγματι ως Δαυίδης, ακόμη και εάν καταδικαζόταν σε θάνατο, αποκλείεται να εξετελείτο δια σταυρώσεως, η οποία εθεωρείτο ατιμωτικός τρόπος θανατώσεως, ουδέποτε εφαρμοζόμενος σε ευγενούς καταγωγής καταδίκους.
Ο Θεός ανανθρωπιζόμενος δεν είχε ανάγκη την ευημερείς και αμφίβολης δόξας των γηίνων εξουσιαστών. Εάν, παρά ταύτα, ακατανοήτως δι’ εμέ, έκρινεν ότι είχε χρείαν δόξης βασιλικής, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί να επιλέξει την «δόξαν» ενός ανηθίκου και αιμοσταγούς βασιλίσκου και όχι εκείνη τόσων μεγάλων βασιλικών οίκων ελληνικών, περσικών, αιγυπτιακών ή κινεζικών. Αλλά και πάλι: ακόμη και εάν ερχόταν ως απόγονος του Κύρου, του Πτολεμαίου ή του Αντιόχου, θα προσέθετε αυτό αίγλην στον Θεό;
Η επιμονή των ηγετών των Χριστιανικών Εκκλησιών να συνδέουν τον Ιησού με τον Εβραϊσμό-Ιουδαϊσμό και ως εκ τούτου με τον Εβραϊκό Δαυιδικό Μεσσιανισμό:
α) Αντιβαίνει προς την ιστορική, θεολογική και ευαγγελική αλήθεια και προς τους λόγους του ίδιου του Χριστού.
β) Είναι άκρως επιζήμια για τον Χριστιανισμό, απομακρύνοντας απ’ αυτόν όσους αντιτίθενται σ’ αυτόν τον Μεσσιανισμό.
Ασχέτως του τόπου όπου εμφανίσθηκε, ο Ιησούς απευθύνθηκε, προς όλους τους ανθρώπους. Η έμμονη προβολή της υποτιθεμένης εβραϊκότητός του συγκρούεται προς την οικουμενικότητα του μηνύματός του και δυσχεραίνει την διάδοσή του.
γ)  Η παρουσίασης του Ιησού ως Δαυίδου υπονομεύει την πίστη στην θεϊκότητά του: πως ο Υιός του Θεού είναι «εκ σπέρματος Δαυίδ»;
δ) Η σύνδεση του Ιησού με πρόσωπον του ηθικού ποιού του Δαυίδ είναι απαράδεκτη.
ε) Ο Δαυιδισμός υπονομεύει και την αξιοπιστία της Εκκλησίας, η οποία εμφανίζεται να δέχεται δύο αλληλοδιαψευδόμενες και σαφώς κατασκευασμένες γενεαλογίες, που θέλουν τον Ιησού υιόν του Ιωσήφ.
Η συνύπαρξης της πίστεως στην θεϊκή ιδιότητα του Χριστού και της θέσεως υπέρ της δαυιδικής καταγωγής του οδηγεί σε αξεπέραστες αντιφάσεις: θεολογικές, ιστορικές, ηθικές και λογικές.
Όταν αναφέρεται στην θεϊκή αποστολή του, θέλουν να τον συλλάβουν (Ζ΄ 30-Η΄ 20).
Όταν δηλώνει ότι υπήρχε πριν από τον Αβραάμ, επιχειρούν να τον λιθοβολήσουν (Η΄ 59).
Όταν λέγει ότι αυτός και ο Πατέρας του είναι ένα, πάλι προσπαθούν να τον λιθοβολήσουν (Ι΄ 31).
Όταν εξηγεί  ότι ο Πατέρας του βρίσκεται εντός του και ο ίδιος εντός του Πατρός του, δοκιμάζουν να τον συλλάβουν (Ι΄ 39).
Τελικώς τον εξοντώνουν. Ο θάνατός του απογοητεύει ακόμη και εκείνους εκ των Ιουδαίων που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν.
«Εσταύρωσαν αυτόν υμείς δε ηλπίζομεν ότι αυτός έστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ» (Λουκ. ΚΔ΄ 21).

Η Βίβλος και η Παράδοσης των Εβραίων πρόβλεπαν έναν θριαμβεύοντα όχι σταυρούμενον Μεσσία, έναν νικηφόρο απελευθερωτή-κοσμοκατακτητή, όχι έναν θυσιαζόμενο προς εξιλασμόν της ανθρωπότητος. Κανείς Εβραίος, προγενέστερος ή σύγχρονος του Χριστού, ούτε καν μαθητής του, δεν σκέφθηκε ποτέ τον Μεσσία ως πάσχοντα και θνήσκοντα θεό. Η σύλληψης αυτή ανήκε στους «γκοϊμ»: Διόνυσος, Ορφεύς, Άδωνης, Όσιρις, Κρίσνα, Μίθρα. Ούτε και περί αναστάσεως υπάρχει η παραμικρή νύξης στον Εβραϊσμό. Ο Διόνυσος και ο Όσιρις αναστήθηκαν, αλλά στους Εβραίους τέτοιες αντιλήψεις δεν υπήρξαν και οι αναστάσιμες παραδόσεις των «γκοϊμ» τους ήσαν ακατανόητες. Ο Ιησούς όμως προλέγει τον θάνατο και την ανάστασή του, με την εκ των ελληνικών μυστηρίων αλληγορία του για τον κόκκων σίτου (Ιωαν. ΙΒ΄ 24).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΜΑΣ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια: