Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΑΣ



Όταν ο άνθρωπος επιλέξει, αντί να υπάρχει εκ­στατικά, ως αγάπη, να συρρικνωθεί
στην απόσταση της ατομικότητας, στα όρια του εαυτού του, τότε απο­τυγχάνει να είναι αυτό
που «κατ' αλήθεια» είναι, τότε υπάρχει «παρά φύσιν». Αυτή η έκπτωση από το όντως «είναι»
είναι η αμαρτία, δηλαδή η αποτυχία να υπάρ­χει το ον κατ’ αλήθεια
.
Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (Σχόλια εις το Περί Θείων Ονομάτων, P.G. 4, 348C).

Σύνολη η ελληνική πατερική γραμματεία αρνείται να δει την αμαρτία ως φυσική πραγματικότητα κι επίσης αρνείται να δει την αμαρτία δικανικά-νομικά, δηλαδή μόνο ως παράβαση και ψυχολογική ενοχή. Σε αντίθεση προς τον μανιχαϊσμό, οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν ότι η αμαρτία δεν είναι μια ουσία, δεν υπάρχει κάποια κακή φύση η οποία αποτελεί υποστατικά τον αντίθετο πόλο προς την αγαθότητα του Θεού. Ο Θεός είναι ο εκ του μηδενός Δημιουργός των πάντων κι επειδή ενεργεί αγαθά, δεν υπάρχει τίποτε στη δημιουργία που είναι υποστατικά και φυσικά κακό. Η αμαρτία λοιπόν δεν είναι μια κακή φύση αλλά μια αποτυχημένη κίνηση του προσώπου, είναι η αποτυχία των προσώπων να ολοκληρωθούν υπαρξιακά ως πρόσωπα στην καθολική σχέση και κοινωνία μαζί τους και με τον Θεό, είναι μια ελεύθερη προαίρεση, μια εσφαλμένη επιλογή. Η αμαρτία δεν έχει αντικειμενική υπόσταση, όπως νομίζουν οι νομικοί, αλλά αποτελεί αποτυχία των προσώπων να υπάρχουν εκστατικά, ανιδιοτελώς.
Το προπατορικό αμάρτημα σημαίνει την ανάπτυξη της πράξης εναντίον της θείας Χάρης, δηλαδή η πράξη καθίσταται κατηγορία ανθρωποκεντρικού ιστορισμού, εκδήλωση πνευματικής ιδιοτέλειας, ενώ η θεία Χάρη είναι δύναμη που υπερβαίνει τη λογική του αιτίου και του αιτιατού διότι ακριβώς πηγαίνει πέρα από το πρακτικό αποτέλεσμα. Είναι η θεία Χάρη το δώρο του Θεού στον άνθρωπο που αφήνει τις ατομικές του βεβαιότητες και στρέφεται εκ-στατικά προς τον Θεό. Έτσι, μετά από το προ­πατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος πέφτει σε μια κατάσταση όπου όλα υπάγονται σε πρακτικούς λόγους, αφού ο Λόγος του Θεού δεν είναι πλέον το σημείο αναφοράς του ανθρώπου, αλλά έχει υποκατασταθεί από τη λογική των ιστορικών συνθηκών. Έτσι από τη Βαβέλ και την απώλεια του Λόγου, ήρθε η σύγχυση των γλωσσών και το σπάσιμο του καθρέφτη της Αλήθειας.
Κατ’ αρχάς, ο άνθρωπος και γενικά η κτίση δεν αποτελούν «προβολή» ή «απαύγασμα» του Θεού αλλά εκ του μηδενός δημιουργήματα Του. Η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι άκτιστη και αιώνια ουσία αλλά κτίσμα, το ανθρώπινο πρόσωπο που έκτισε ο Θεός κατ’ εικόνα του δικού Του θεί­ου Προσώπου και του έδωσε τη δυνατότητα της κοινωνίας με τον Δημιουργό του μέσω της θείας ενέργειας που είναι η Θεία Χάρη, δηλαδή δώρο του Θεού και αποτέλεσμα ανθρωπίνων πράξεων. Ενώ ο ίδιος ο Χριστός μας λέει ότι «εσκήνωσεν εν ημίν», οι θεολόγοι λένε ότι είναι βλάσφημη η υπόνοια ότι ο άνθρωπος μετέχει στη Θεία Ουσία.
Το κλειδί για τη θεραπεία του πεπτωκότος ανθρώπου είναι η ταύτιση του θελήματος, που υπαγορεύει η προσωπική του γνώμη, με το θέλημα του Θεού. Η εφαρμογή της επίγνωσης του «συν Αθηνά και χείρα κίνει» ως έμπρακτη εφαρμογή της αγάπης.
Ποια όμως είναι η πηγή της σημασίας, η σημασία της σημασίας, δηλαδή το έσχατο νόημα της πράξης; Εάν το «είδος» είναι ιστορικό φαντασίωμα, τότε η καθολικότητά του είναι εξαιρετικά περιορισμένη και άρα αυτοαναιρείται. Καθολικότητα έχει το πρόσωπο που τη βεβαιώνει εκ-στατικά ως αγάπη, όταν από την εσωτερική τάση γίνεται εξωτερική δράση, όταν αποδέχεται να γίνει συνειδητά ζωντανός μεταλλάκτης φωτός μέσα από τη θεία χάρη παρεμβαίνοντας στα δρώμενα της γης. Το πρόσωπο χρειάζεται να φανερωθεί και ο λόγος του να υπάρξει ως παράδοση, δηλαδή, να μεταδώσει συνείδηση. Όταν το πρόσωπο είναι αφανές, μένει αμέθεκτο και προσπελάζεται μόνο μέσα από την αντικειμενική «σημαντική» των τύπων, μέσα από μια τυπολατρική παράδοση, η οποία αντιδρά στην κίνηση και τη μεταμορφωτική δράση και απλώς στο όνομα της άμυνας μπορεί ενίοτε να προσαρμόζεται κατ’ ανάγκη στις συνθήκες. Όταν, αντίθετα, το πρόσωπο είναι παρόν, η παράδοση περιλαμβάνει την ιστορική δημιουργία, την καινοτομία, διατηρώντας σταθερό όμως το έσχατο νόημα της ιστορικής πράξης.
Έτσι, η παράδοση δεν έχει σκοπό να απολιθώσει το ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά να απελευθερώσει το ιστορικό υποκείμενο από την αναγκαιότητα του φυσικού κύκλου του γίγνεσθαι, αφού τον χρόνο πλέον δεν τον δημιουργεί η φυσική κίνηση αλλά η πνευματική αυτοπαράδοση ή αυτοδιάθεση στο Λόγο και τον άνθρωπο που είναι ο δρόμος του Ανθρώπου-Λόγου. Χωρίς παραδόσιμη αξία ζωής, η οποία εμπνέει τον εκάστοτε τρόπο ύπαρξης, το παρόν στερείται νοήματος, αφού υφίσταται μόνο μια αέναη ροή χρόνου ή ακίνητο, καθ’ ομοίωση του φυσικού γίγνεσθαι. Το παρόν αποκτά νόημα όταν παραδίδει το παρελθόν στο μέλλον.
Η αυτοδιάθεση δεν πηγάζει από την πτωτική ελεύθερη βούληση, αλλά από την Ελευθερία του Λόγου και εκφράζει τον αυτοσεβασμό και την ολοκληρωμένη αφιέρωση του ανθρώπου στην ολότητα, την ολοκληρωμένη προσφορά του, που κορυφώνεται με την απελευθέρωσή του από την έννοια της ελευθερίας, που τον τροφοδοτεί η προσωπικότητα και η ατομικότητά του. Είναι ένας τρόπος ζωής, είναι μια αυτοπαράδοση ολοκληρωμένη, όπου ο άνθρωπος εμπιστεύεται στον Λόγο την ελεύθερη βούλησή του ώστε να ταυτισθεί κάθε του εκδήλωση με το Θείο Θέλημα.

Επειδή ο άνθρωπος είναι καρπός της Θείας βούλησης και αγάπης, δεν φέρει μια αυτοθεωμένη ψυχική ουσία, αλλά ένα πρόσωπο και μια ελεύθερη βούληση και θέληση να δεχθεί τις άκτιστες ενέργειες του Θεού και να Θεωθεί. Όμως ο άνθρωπος αρνήθηκε αυτή τη σχέση με τον Θεό και απέκτησε στάση πνευματικής ιδιοτέλειας. Παρεκτράπηκε και χάνοντας το νόημα της ύπαρξής του, που υπήρχε στην Πηγή, χάθηκε στον ατομικό εαυτό του, δηλαδή στο μηδέν. Διότι αποτελεί εκ του μηδενός κτίσμα Θεού και αφού δεν ήταν ο ίδιος η Πηγή, η ιδιοτελής στροφή του τον οδήγησε στον μηδενισμό της πτώσης, της φθοράς και του θανάτου. Στην μαθητεία Λόγου δεν απαιτείται μακροχρόνιο διάστημα για την λύτρωση του όντος, διότι αυτή παρέχεται δωρεάν σε όσους με τα έργα τους στέκονται στην κοινωνία και τον κόσμο ως τέκνα Θεού. Σύμφωνα με την επικρατούσα συνείδηση η Θεία Χάρη δεν μπορεί να υπερβεί την Δικαιοσύνη. Σύμφωνα μ’ αυτά που δίδαξε ο Χριστός όμως, η Θεία Χάρη παρεμβαίνει ως Έλεος μέσω του Ανθρώπου. Η αγάπη αρχίζει από το σημείο που τελειώνει η δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και όσοι ενεργοποιούν τον νόμο της Ανταπόδοσης στερούνται το βίωμα της Χάρης και ζουν την σκληρότητα αντί για το Έλεος.
Γι’ αυτό, λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη και γι’ αυτό, στον Χριστιανισμό, η αγάπη είναι ο νέος νόμος του Χριστού: «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Κατά Ιωάννην 13:34, 35). Με την αγάπη πραγματοποιείται η υπόσταση, ολοκληρώνεται το πρόσωπο (από ατομική ύπαρξη γίνεται άτομο σε αναφορά). Στον Χριστιανισμό, η αγάπη δηλώνει το πώς «είναι» (υπάρχει) το πρόσωπο και όχι το τι «έχει», όπως εσφαλμένα νόμισε η υλική συνείδηση που διατύπωσε: «Η αγάπη ως συναίσθημα μας γεμίζει με εγώ, όταν “έχουμε” το συναίσθημα της αγάπης, αγαπώ τον άλλο σημαίνει ικανοποιώ το πρόγραμμα ευχαρίστησης του εγώ μου».
Ο έρως είναι η δυναμική ολοκλήρω­ση της προσωπικής σχέσης αυτού του εκστατικού τρόπου ύπαρξης. Ο Πατέρας υπάρχει εκ­στατικά ως προς τον Υιό, και ο Υιός υπάρχει εκστατικά ως προς τον Πατέρα, και το Άγιο Πνεύμα είναι η ίδια η δυναμική αυτού του εκστατικού τρόπου ύπαρξης. Ο Θεός, λοιπόν, κατά την ουσία Του είναι Μονάδα και κατά τον τρόπο του «είναι» είναι Τριάδα. Υπάρχει δηλαδή ως αγαπητική κοινωνία προσώπων κι όχι ως μια ουσιώδης στατική ατομικότητα.
Η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα στο πλαίσιο της Αγίας Τριάδας δεν δηλώνει ιεραρχική-εξουσιαστική δομή αλλά τρόπο ύπαρξης των θείων Προσώπων. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση (το όνομά Του δηλαδή είναι Πρόσωπο), είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση (δηλαδή η βασιλεία Του είναι Πρόσωπο), είναι το Άγιο Πνεύμα.
Φροντίζουμε να αποτυπώνουμε στη ζωή μας τα χαρακτηριστικά του Πατέρα μας αγιάζοντας το όνομα Του πάνω στη γη, μιμούμενοι Αυτόν, αποδεικνύοντας ότι είμαστε παιδιά Του με τα έργα μας, και δοξάζοντας τον αυτουργό αυτής της υιοθεσίας, τον φυσικό Υιό του Πατέρα, με τα νοήματα και τις πράξεις μας και το  ίδιο το νόημα της ζωής μας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στις Ομιλίες του γράφει, ότι ο Πατήρ «εννοεί», ο Λόγος «ενεργεί» και το Άγιο Πνεύμα «τελειοί» τα κτίσματα. Η δημιουργία, δηλαδή, είναι το κοινό έργο της Αγίας Τριάδας, αλλά τα τρία Πρόσωπα είναι η αιτία των κτισμάτων με τρόπο διαφορετικό αλλά και ενιαίο. Η Σοφία της πρόνοιας, θέλησης και αγάπης του Πατέρα·είναι λόγος, η φανέρωση της Ενέργειας του Υιού και Λόγου, «δι’ ου τα πάντα εγένετο» και ο λόγος των κτισμάτων δεν είναι απλώς το νόημα ή η ιδέα του κάθε όντος αλλά το «είναι» των όντων, όπως αποκαλύπτεται ως ενυπόστατη ζωή και ζωοποιός δύναμη, δηλαδή ως Ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Η αποδοχή της διάκρισης σημαίνει την «αλήθεια» ως προσωπική σχέση, όπως την αληθινή προσευχή, ως εμβίωση κοινωνίας και σύμπραξης στην αλήθεια κι όχι ως απλή κατανόηση εννοιών που είναι αποτέλεσμα νοητικής αφαίρεσης, π.χ. διαλογισμού ή άλλων τεχνικών, συμπαραλαμβανομένων και τεχνικών προσευχής. Δεχόμενοι τη διάκριση ουσίας και ενεργειών, αναγνωρίζουμε την προτεραιότητα της πραγματικότητας του προσώπου και της διαπροσωπικής σχέσης. Η προτεραιότητα του προσώ­που σημαίνει ότι ο Θεός είναι γνωστός και μεθεκτός μέσω των υπέρλογων και άκτιστων Ενεργειών Του, μέ­νοντας κατά την Ουσία Του άγνωστος και αμέθεκτος. Με άλλους λόγους, ο Θεός γνωρίζεται μόνο ως προσωπική φανέρωση, ως τριαδική κοινωνία προσώπων, ως ερωταγάπη. Ο δε κόσμος είναι το αποτέλεσμα των προσωπικών Ενεργειών του Θεού, ενέργημα που αποκαλύπτει το Πρόσωπο του Ενεργούντος (Λόγου) ο οποίος μαρτυρεί περί του Πατρός δια της χάρης του Αγίου Πνεύματος· η κτίση είναι η ουσιωμένη κλήση του Θεού σε σχέση και κοινωνία, μια κλήση η οποία είναι προσωπική και «ετερουσίως» (προς τη θεία Ουσία) ουσιωμένη.
Η άρνηση της διάκρισης ουσίας και ενεργειών από την υλική συνείδηση σημαίνει τελικά άρνηση της δυνατότητας θέωσης του ανθρώπου, άρνηση δηλαδή της δυνατότητας του ανθρώπου να μετάσχει στη θεία ζωή, αφού και η θεία Χάρη, η «εκθεωτική» των αγίων, είναι κι αυτή κτιστή, έστω κι αν θεωρείται «υπερφυσική», όπως την αποκαλούν οι θεολόγοι της Δύσης, χωρίς ποτέ να έχουν προσδιορίσει τι ακριβώς είναι αυτό το «υπερ­φυσικό». Τη δυνατότητα θέωσης του ανθρώπου, δηλαδή τη δυνατότητα μετοχής του ανθρώπου στην αισθητή εμπειρία του τρόπου της θείας ζωής (στο άκτιστο φως της δόξας του Θεού, που βίωσαν οι Απόστολοι κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού), καθ’ ότι οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και ταυτόχρονα μεθεκτές.
Επίσης, οι σχολαστικοί, αρνούμενοι τη διάκριση ουσίας και ενεργειών, αρνούνται τη γνωστική δυνατότη­τα της προσωπικής σχέσης, δηλαδή τη φανέρωση (άμεση γνώση) του προσώπου μέσω των ενεργειών της ουσίας, οι οποίες είναι πάντοτε προσωπικές. Με άλλους λόγους, οι σχολαστικοί αγνοούν την αμεσότητα και καθολικότητα της γνώσης η οποία συνυφαίνεται όχι με το εγώ-νοώ αλλά με την ερωτική έκσταση, πέρα από κάθε εννοιολογικό προσδιορισμό.
Στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο εμπεριέχεται και ο ακόλουθος λακωνικός ορισμός του Θεού:
«Ο Θεός αγάπη εστί». Ποιο, όμως, είναι το νόημα της αγάπης στην παραπάνω φράση του Ιωάννη και ποιά η σχέση της με την ουσία του Θεού; Η ορθόδοξη πατερική θεολογία αντιλαμβάνεται την αγάπη όχι ως μια απλή συναισθηματική εκδήλωση, αλλά ως αυτόβουλο βίωμα των θείων προσώπων της χριστιανικής Τριάδας. Τα πρόσωπα αυτά, επειδή επιλέγουν την αγάπη, συγκροτούνται σε ενότητα. Ο Θεός του Χριστιανισμού δεν είναι Ένας ως μονάδα, αλλά ως ενότητα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: