Το βιβλίο ο Ιωάννης της Νέας Εποχής γράφτηκε καθ’
υπαγόρευση του πρωτοπόρου Δασκάλου Ιωάννη από τη Νέλλυ Θεοδώρου. Λίγοι
πίστευαν πως θα ζούσαμε αυτά τα γεγονότα στη σύγχρονη Ελλάδα όχι ως εκπλήρωση
προφητείας αλλά ως αποκάλυψη του Λόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ο Ιωάννης διέσχιζε τη χώρα από τη
μίαν άκρη στην άλλη. Ρακένδυτος κι αυτός, μαζί με το παιδί και την Αγαθή,
στεκόταν δίπλα στις δοκιμαζόμενες ψυχές, σπάρνοντας το Θείο Σπόρο. Πίσω, είχε
αφήσει τους άλλους μαθητές και συνεργάτες
να κάνουνε τα πρέποντα στον κόσμο που ερχότανε σπίτι του να βοηθηθεί.
Οι άνθρωποι αδιάκοπα τον καλούσαν
κι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Όλοι ένιωθαν την ανάγκη να βρεθούν δίπλα στο
Δάσκαλο Ιωάννη, όπως τον αποκαλούσαν. Μόνο αυτός ήταν σε θέση να τους εξηγήσει
ότι η απαραίτητη, η αναπότρεπτη κυοφορία του «Εγώ Ειμί», αναγκαζότανε να γίνει
με τη βία, αφού η συνείδησή τους, δεν είχε έγκαιρα κι ομαλά προετοιμαστεί.
Εκεί που ο χαλασμός, αποτέλεσμα
των έργων των ανθρώπων, εκεί και η καινούργια, πνευματική ανθοφορία. Νέα φυλή,
νέα ψυχή Χριστοφορούσα στη γη θα κατοικούσε.
Πολλές ψυχές, αιώνες τώρα
αμαρτωλές, έβλεπαν, πρώτη φορά, τα κρίματά τους. Ο Ιωάννης τους βάπτιζε ξανά,
με Πνεύμα Άγιο, γιατί από την πνευματική τους τύφλωση, το βάπτισμά τους είχαν
χάσει.
Ώρα μηδέν, που οι άνθρωποι
γνώριζαν τον εαυτό τους.
Σ’ εκείνους πάλι που άφηναν τη γη,
τους έδινε εισιτήριο εισόδου στον Ουρανό, ώστε να μη χρειαστεί κι εκεί να
δικαστούνε πάλι. Αυτοί γρήγορα, θα ξαναγεννιόντουσαν εδώ, για ν’ απαρτίσουνε τη
νέα φυλή. Την αναγεννημένη.
Στις σκληρές αυτές πορείες, που
συμπορευότανε με τους δυό αγαπημένους του και περνούσε, ελπίδα ανοιξιάτικη, στα
σπίτια των χειμαζομένων, γνώρισε κι έζησε πολλά. Η ανθρώπινη τύφλωση, καμιά
φορά, στεκόταν εμπόδιο στ δρόμο του, κι εκεί, που αναθάρρευε, βλέποντας τον
πνευματικό στρατό του να πυκνώνει και Νου Χριστού ν’ αποκτά, να, και κάποιος
όρθωνε το υπερφίαλο ανάστημά του και του έδενε τα χέρια. Απόφευγε τότε να
τιμωρεί, αλλά μια φορά, δεν κρατήθηκε και το πελέκι του λόγου του έπεσε βαρύ
πάνω στον άλλο.
Βρισκότανε σε μεγάλο χωριό.
Μιλούσε στην πλατεία κι ο κόσμος σκορπισμένος γύρω. Όσοι είχαν απομείνει. Τους
μιλούσε απλά. Πώς το σώμα μας το γήινο δεν είναι η μοναδική μας κατοικία. Μας
χρησιμεύει για να εκδηλώνει τις βαθύτερες ανάγκες μιας ανεξέλιχτης ψυχής. Αν
αυτή εκλεπτυνθεί, τότε η γη θα γίνει Παράδεισος από κατοίκους μ’ αιθέριο σώμα,
που δε θα πεινά και δε θα κρυώνει, μα, που ωστόσο, θα τρέφεται από Ουσία Θεία
και θα θερμαίνεται από το Φως Της. Τα πάθη μας κι οι σκέψεις, που έρπουνε στη
γη, είναι ο υπαίτιος της σάρκινης φυλακής μας. Ο άνθρωπος είναι πολύ θαυμάσιο
κι απέραντο πλάσμα για να χαραμίζεται στο μαγγάνι της γήινης ζωής.
Για τον Ιωάννη αυτά ήταν τα απλά
του λόγια. Η Νέα Εποχή ερχόταν θριαμβευτική. Κάλπαζε. Έπρεπε, λοιπόν, κι αυτός,
να πιέσει τον κόσμο, γρήγορα, να προχωρήσει.
Και, πράγματι, στα δεινά που τους
βρήκαν, όλοι αναγκάστηκαν ν’ αναρωτηθούν αν είναι ο Θεός που τιμωρεί.
-
Όχι! Τους βροντοφώναζε. Είναι ο Νόμος, που εσείς βάζετε σε
λειτουργία.
Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, που δίδασκε, μέσα
σε απέραντη ησυχία, κάποιος πετάχτηκε με θράσος, κι είπε δινατά:
-
Δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα λες. Αν είναι αλήθεια, τότε δείξε μας
το σώμα της ψυχής μας.
Βγήκε μπροστά. Κατακόκκινος. Για θα’ ταν
μεθυσμένος, για το βρώμικο αίμα της
άρνησης του είχε ανέβει στο κεφάλι. Κρατούσε πέτρα αιχμηρή.
Και τότε, σήκωσε το χέρι και, με δύναμη, τη σφεντόνισε ενάντιά του. Τον βρήκε
καταμεσίς, στο μέτωπο. Το πλατύ, καθάριο μέτωπο. Τα φρύδια σμίξανε από τον πόνο
κι αίμα ανάβλυσε από την πληγή. Χωρίστηκε στα δυο και κατηφόρισε πάνω από τα
χαμηλωμένα βλέφαρα. Εκεί σταμάτησε για λίγο, ενώθηκε με τα δάκρυα της ψυχής και
έφτασε μέχρι τα τρεμάμενα χείλια. Παράπονο και συμπόνια για τον ανίδεο αδελφό.
Εκείνος, γελούσε παράξενα. Εφιαλτικά.
-
Για να δούμε τώρα που θα πεθάνεις, πώς είναι το άλλο σώμα σου;
κάγχασε.
Αναστάτωση κι ομαδική φωνή
ξεσηκώθηκε. Όλοι βρέθηκαν στο πόδι. Άλλα χέρια τον άρπαξαν βίαια κι άλλα
απλώθηκαν, για βοήθεια, στον Ιωάννη. Εκείνος τρέκλισε, για μια στιγμή. Για μια
στιγμή μονάχα. Ύστερα, σήκωσε τα χέρια, επιβάλλοντας σιωπή. Όταν κι η μικρότερη
ανάσα ρουφήχτηκε στο στόμα, μίλησε με φωνή βαριά, σαν καταπέλτης.
-
Άνθρωπε! Ο λόγος σου θα εισακουστεί και θα γνωρίσεις, τώρα
αμέσως, το σώμα της ψυχής. Της δικής σου όμως.
Και τότε, έγινε το ανήκουστο και
θαυμαστό. Το αίμα σταμάτησε, μεμιάς, να τρέχει, ενώ μια πληγή όμοια με του
Ιωάννη φανερώθηκε στο μέτωπο του άλλου.
-
Ααα...
Ομαδικό επιφώνημα ακούστηκε, κι
όλοι σπρώχτηκαν να δουν τον άνθρωπο, σιγά σιγά να φθάνει, το χρώμα του να χάνει
και τα πόδια του να τσακίζονται καλαμένια. Τον άφησαν τα χέρια που τον
κρατούσαν κι εκείνος σωριάστηκε βαρύς στο χώμα.
Έτσι, καθώς βρισκόταν ανάμεσα σε
ζωή και θάνατο, πάνω από το σώμα του, αναδύθηκε ένα άλλο, στην ίδια στάση, σαν
από εκπνοή από τους πόρους. Ήταν όμοιο, μονάχα, πλασμένο λες, από μεσημεριάτικη
αχλύ. Κινήθηκε ανάλαφρα, παίζοντας καμπόσο με τα ύψη, ώσπου, τέλος, σε
πρόσταγμα του Ιωάννη, ξαναρουφήχτηκε μες στο γήινο κορμί, σα νερό από
σφουγγάρι.
-
Βοηθείστε τον να σηκωθέι, είπε εκείνος, δείχνοντας τον
ξαπλωμένο. Μπορεί να γιατρευτεί, πρόσθεσε με ύφος διφορούμενο, εννοώντας την
πνευματική του αρρώστια και τύφλωση.
Τέτοια θαυμαστά συνόδευαν το
πέρασμά του. Δινόντουσαν με σκοπό τη διδασκαλί α του να ενισχύσουν, ώστε το
νόημά της να καρφωθεί καλά μες στο μυαλό.
Είχε γίνει ακουστός σ’ όλη τη χώρα,
και πολλοί ταξίδευαν για να τον συναντήσουν στα μέρη που περνούσε. Κι εκείνος
έφτανε μέχρι τα σύνορα.
Μια μέρα που βρισκόταν σ’ ένα
τέτοιο μακρινό μέρος, είχε μια συνάντηση που τον γέμισε λύπη.
Πορευότανε πάλι μαζί με το παιδί
και την Αγάθη. Ύστερα από πορεία ώρας πολλής, σταμάτησαν να ξαποστάσουν. Γύρω
ερήμωση και παγωνιά. Καμένοι τόποι και γκρεμισμένα σπίτια. Ληστοσυμμορίες και
πανικόβλητοι άνθρωποι από τα δεινά, μοιράζονταν τη μοναξιά του κάμπου και τις
κρυψώνες των βουνών.
Ο Ιωάννης ξεκουραζότανε στη ρίζα
δέντρου επιβλητικού, που σκίαζε την έμπαση της σπηλιάς, που θα περνούσανε τη
νύχτα. Μην έχοντας πια ανάγκη παρά από ελάχιστο φαγητό, έπεσε καθένας σε
μυστικό διάλογο με τον «Εγώ Είμι». Ουσία Θεία θα εισέπνεαν τα κύτταρά τους και
θα διατηρούνταν ακμαία στη ζωή.
Το σούρουπο είχε αρχίσει ν’
απλώνει τα φτερά του, κρύβοντας τις ασχήμιες των ανθρώπων από τον, κάποτε,
γραφικό αγρότοπο, όταν από μακριά, φάνηκε πεζός να πλησιάζει. Σαν ζύγωσε, ο
Ιωάννης βγήκε μπροστά και τον χαιρέτησε.
- Καλησπέρα, παλικάρι.
Εκείνος κατέβασε το δισάκι που
είχε στον ώμο και στάθηκε να πάρει ανάσα. Ήτανε νέος ψηλόκορμος, με βλέμμα
άγριο, βασανισμένο.
-
Καλησπέρα, μάσησε το λόγο.
-
Για που τραβάς;
-
Για τον πόλεμο, αποκρίθηκε στυφά.
-
Για τον πόλεμο, με ποιόν; απόρησε ο Ιωάννης, γιατί ύστερα από
τα δεινά που τους είχανε βρει, βαρέθηκαν να πολεμάνε και φρόντιζε ο καθένας πώς
να σωθεί.
-
Με τον εαυτό μου, έδωσε ξεκάθαρη και σταθερή την απάντηση ο
νέος.
Ο Ιωάννης τον κάλεσε να καθήσουνε
απόμερα σ’ ένα βραχάκι, κι εκείνος δέχτηκε. Χωρίς να δευτερώσει ερώτηση ο άλλος
ξανάπιασε την κουβέντα.
-
Όλο λέω στον εαυτό μου να κάτσει φρόνιμα, αλλ’ αυτός δεν έχει
ησυχία. Μ’ έχει κάνει να βρίσκομαι συνέχεια στο δρόμο. Από καιρό πολύ, ψάχνω σ’
όλη τη χώρα να βρω κάποιον Ιωάννη, αν τον έχεις ακουστά. Λένε, πως φανερώνει
στους ανθρώπους, το Θεό. Θα’ θελα να με κάνει να πιστέψω. Ταξιδεύω, λοιπόν,
συνέχεια, αλλά όταν φτάνω σ’ ένα μέρος, μου λένε πώς μόλις έχει φύγει.
Τελευταία, έμαθα πώς βρίσκεται εδώ γύρω. Τότε, είπα κι εγώ: «Θα φτάσω μέχρι τα
σύνορα κι αν πάλι δεν τον βρω, είναι σημάδι πώς δε με θέλει ο Θεός».
Ο Ιωάννης σώπασε λίγο. Απόμεινε
σκεφτικός. Τέλος, μίλησε.
- Το ξέρεις, παιδί μου, πώς χάνεις πολύτιμο χρόνο αναζητώντας
έναν άνθρωπο και όχι το Θεό; Τον Ιωάννη, τούτες τις δύσκολες μέρες μπορεί ποτέ
σου να μη συναντήσεις. Ο Θεός όμως είναι πιο κοντά.
Πήρε το χέρι του και τ’ ακούμπησε στου
νέου την καρδιά.
-
Άκουσε, του είπε.
Κι εκείνος συγκεντρώθηκε στον
παλμό που πίεζε. Συνθηματικά, την παλάμη. Τα μάτια του γέμισαν απορία.
-
Μα... κάτι μου λέει, τραύλισε. Μου λέει «προχώρει»!
-
Άκουσες πολύ σωστά. Τι σου μένει τώρα να κάνεις;
-
Μα, να υπακούσω: Να προχωρήσω, γυρεύοντας τον Ιωάννη.
- Ω, παιδί μου. Ο χτύπος σου λέει «προχώρει», όχι όμως προς τα
έξω, αλλά προς τα μέσα. Μέσα σου θα βρεις το Θεό. Σε βεβαιώ, πώς αν με τα δικά
σου μάτια δεν Τον αντικρύσεις, τότε κανείς δε θα μπορέσει να σε βοηθήσει. Κι ο
Ιωάννης, δε θα σου δείξει Εκείνον, αλλά το μυστικό μονοπάτι που οδηγεί σ’
Αυτόν. Κι αυτό το μονοπάτι, ξυπόλητος, με τα δικά σου πόδια θα βαδίσεις.
Ο νέος μόρφασε, δείχνοντας πώς δεν
τον γέμιζαν τα λόγια. Σηκώθηκε αποφασιστικά, παίρνοντας το δισάκι.
- Κάνεις λάθος, φίλε μου, είπε σαν τον αποχαιρετούσε. Τα λόγια
σου δε με γεμίζουν. Αυτός ο Ιωάννης, που σου λέω, και θαύματα έχει κάνει.
Περιμένω, λοιπόν, και σε μένα θαύμα να συμβεί και να μου δώσει πίστη.
- Α! Στέναξε ο Ιωάννης. Τούτο ακριβώς είναι το μόνο θαύμα που
δεν μπορεί να κάνει, γιατί η πίστη τρέφεται από του καθένα το ατομικό περιβόλι.
-
Έχε γεια, ξένε! τον έκοψε ο νέος, κι έριξε στον ώμο το δισάκι.
- Στο καλό να πας, του ευχήθηκε ο Ιωάννης και τον άφησε να φύγει
με λύπη στην καρδιά, γιατί κανείς δε θα μπορούσε να τον βοηθήσει – μόνο το
έλεος του Θεού.
Μια μέρα, που βρισκόταν σπίτι του
κι αναπαυόταν, στο διάλειμμα δυο μακρινών ταξιδιών, δέχτηκε την πιο περίεργη
επίσκεψη. Άνθρωποι της πολιτείας, σε θέσεις σημαντικές, του έκαναν την πιο
ανήκουστη πρόταση και προσφορά. Τον καλούσαν ν’ αναλάβει αυτός τη διοίκηση της χώρας.
- Αναγνωρίζουμε, του είπαν, πώς ο Νόμος και η Τάξη θέλουν
κεφαλή, που από το Θείο Νόμο και τη Θεία Τάξη να καθοδηγείται. Μόνο τότε η γη
θα μεταβληθεί σε γήινο Ουρανό, μόνο τότε ο άνθρωπος θα ζει ενσυνείδητα τον
προορισμό του. Και ο κατάλληλος είσαι
εσύ.
Γαλήνη μέσα του και σιωπή. Γι’ άλλη μια φορά,
κατάλαβε πώς έπρεπε μόνος του ν’ αποφασίσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Γι’ αυτό το αναπάντεχο δεν είχε
προειδοποιηθεί. Ήξερε πως, πριν από τη θυσία του, θα του προσφέρανε θέση
τιμητική και γήινη εξουσία. Όμως, δε φανταζότανε ποτέ πως θα του έβαζαν στα
χέρια τέτοια δύναμη. Γιατί οι τιτλούχοι της πόλης του πρόσφεραν την απόλυτη
εξουσία της χώρας. Κατά την κρίση του να διοικήσει.
Χάος παντού στον τόπο, μα και στις
ψυχές. Για μια φορά ακόμη, έπρεπε να πάρει μόνος του την ευθύνη μιας απόφασης.
Μα τούτη η απόφαση ήτανε δίκοπο
μαχαίρι. Έργο του ήταν να διδάξει, όχι να διοικήσει. Θυμότανε καλά τα λόγια του
Ζεκιήλ που, πριν πολλά χρόνια, του είχε πει πώς δεν έπρεπε τη Μίτρα με γήινο
στέμμα ν’ ανταλλάξει. Τι να έκανε, λοιπόν; Μήπως αυτή η πρόταση ήτανε η
μεγαλύτερή του δοκιμασία; Πράγματι, ήτανε.
Κλείστηκε στο δωμάτιό του και
προσευχότανε ώρες πολλές. Απάντηση καμία. Τέλος, όταν είχε καταλήξει ν’
αποποιηθεί την προσφορά, ύστερα από ημερών τυραννία...
-
Ο γήινος νόμος πρέπει να υπαχθεί στον Θείο, άκουσε ξαφνικά τον
«Εγώ Ειμί» να λέει εντός του.
Και μετά, πάλι σιωπή. Ρωτούσε και
ξαναρωτούσε, μα δεύτερο λόγο δεν πήρε. Κατάλαβε πως έπρεπε ν’ αρκεστεί σ’ αυτή
τη μία οδηγία.
Μεμιάς, πήρε την απόφασή του.
-
Δέχομαι, είπε στους άρχοντες της πόλης.
Από την άλλη μέρα εγκαταστάθηκε
στο ερειπωμένο Αρχηγείο. Τα βράδια, όμως, επέστρεφε στο φτωχικό του και,
μάλιστα, ζήτησε να του δώσουνε δωμάτιο πιο μικρό, με την πόρτα πολύ χαμηλωμένη,
για να θυμάται πως έπρεπε να γίνει ακόμη πιο ταπεινός.
Ο κόσμος τον δέχτηκε με ανακούφιση
κι ελπίδα. Δηλαή, ο πιο πολύς. Οι άλλοι... Οι άλλοι ήταν αυτοί που είχαν ακόμη
σκοτάδι στην ψυχή. Ήταν αυτοί που πάντοτε σταυρώνουν τους πρωτοπόρους. Ήταν
αυτοί, που μες στην άγνοιά τους, εκτελούν τα έργα των αρνητικών επιδρομέων.
Επέβαλε καινούργιο νόμο: Τα σχολιά να γίνουνε σύγχρονοι ναοί
και οι εκκλησίες Μουσεία. Διόρισε τους μαθητές του δασκάλους στα νέα σχολιά,
που είχαν αποστολή πια να διδάσκουν τους Θείους Νόμους και τ’ απόκρυφα γης κι
Ουρανού.
Οι γνώσεις αντικαταστάθηκαν με
νέες. Οι πυρινικές επιτεύξεις παραμερίστηκαν από τις πυρηνικές καταστάσεις της
ανθρώπινης ψυχής. Δύναμη πολλαπλάσια που έστελνε τον άνθρωπο ευθύς σε όλους
τους πλανήτες, μα και στο βάθος, της ανθρώπινης ψυχής.
Η Ιατρική έδωσε τη θέση της στον
αυτοέλεγχο του κορμιού και της άμεσης θεραπείας του, με την ενέργεια του Λόγου.
Η Ιστορία των πολιτισμών
πλουτίστηκε κι ολοκληρώθηκε με την ιστορία της καταγωγής της ανθρώπινης φυλής,
μέχρι τη ρίζα της, την Ανθρωποϊδέα στον Πατρικό Νου. Διδάχτηκαν τα πρώτα της
σκιρτήματα στον ουράνιο χώρο, μέχρι που άρχισε να διατρέχει την υλική ζωή,
ντυμένη, κάθε φορά με τα βαρύτερα ενδύματα, ως το σημερινό.
Κι η Γεωγραφία: Βέβαια, με τους
σεισμούς είχε πολύ αλλάξει, πάντως ο κόσμος διδασκότανε τώρα τι συνέβαινε μέσα
στη γη κι όχι πάνω. Πώς η Θεία Ενέργεια κυλούσε μες στα βαριά πετρώματα, που
είχανε κι αυτά ζωή, που είχανε κι αυτά είδος ψυχής. Ακόμη για τις περίεργες για
μας κοινωνίες, που βρίσκονταν μέσα στη γη. Σε στεγανά δια μερίσματα, υπήρχαν
κοινωνίες όντων, που διήνυαν την πορεία της δικής τους ζωής. Τίποτα κενό,
τίποτα αχρησιμοποίητο δεν υπήρχε στο Σύμπαν.
Ακόμη διδάσκονταν Θαλασσογραφία,
όπου, για πρώτη φορά, μυστικές κρύπτες και κενοδιαστήματα, μέσα στο νερό, όρια
όπου αντίθετα ηλιακά ρεύματα συναντιόντουσαν, αποκάλυπταν το μυστικό τους κόσμο
και τις μυστικές συνδέσεις που είχε η γη και η θάλασσα, όπως μια μπάλα
ποδοσφαίρου, που οι ραφές της τη χώριζαν σε διάφορα τμήματα. Αυτές οι
ραφές-συνδέσεις, γινόντουσαν τεράστιες, αφού ήταν άπειρα πολλαπλάσια και η γη
σε μέγεθος. Στα κενά που άφηναν τ’ ανοίγματα της... ραφής, κοσμικοί νόμοι
λειτουργούσαν και συνέδεαν ξηρά και θάλασσα με την ηλιακή διοίκηση του
συστήματός μας.
Τέλος, πρόσθεσε καινούργιο μάθημα,
την Ουρανογραφία, όποι οι μαθητές μάθαιναν τα διαφορετικά επίπεδα τ’ Ουρανού, ανάλογα με τις ανθρώπινες
συνειδήσεις και ποιότητα ψυχής.
Όμοιας ποιότητας ψυχές τα
κατοικούσαν, από τις πιο υλοκρατούμενες, μέχρι τις πιο εξευγενισμένες, όπου,
σύμφωνα με τις ροπές τους ή τα ιδανικά τους, ύφαιναν το προσωπικό τους
ενδιαίτημα.
Έτσι ο κόσμος των πνευμάτων είχε
μια άμετρη ποικιλία τύπων και τόπων ζωής.
Μόνο τα πολύ εξελιγμένα πνεύματα,
έχοντας αποβάλλει και το σώμα των αισθήσεων, κολυμπούσαν μέσα στο Θείο Φως, σε
κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης και όχι στείρας μακαριότητας, όπου,
εξακολουθητικά εκλέπτυναν τα ανώτερα, πνευματικά τους κέντρα, διαστέλλοντας
έτσι, συνέχεια τη συνείδησή τους, μέχρι που να ταυτιστεί με τον εκδηλωμένο Θεό,
το Λόγο, στην Απόλυτα Θεϊκή Του Υπόσταση. Τότε, θα γινόντουσαν συνεργάτες κι
εξαρτήματά Του.
Μαθήματα καινούργια που
εισχωρούσαν στη ρίζα των ανθρώπων και της Δημιουργίας. Μαθήματα που αποσκοπούσαν,
αποκλειστικά, στην καλλιέργεια της ψυχής.
Κι αυτά τα σχολιά ήταν
υποχρεωμένοι όλοι να παρακολουθούν, άσχετα με ηλικία, τάξη κι επάγγελμα.
Στους συνεργάτες του ο Ιωάννης
έδωσε ειδική ενίσχυση για το καινούργιο τους έργο και τους αύξησε τη Χάρη.
Έτσι, αυτοί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών, πετούσαν στους πλανήτες,
μα και στα έγκατα της γης ή γιάτρευαν άρρωστα μέλη και δολοφονικές ψυχές.
Ο κόσμος εκστατικός και περίεργος
υποτασσόταν στις αποφάσεις του Ιωάννη. Κι εκείνος είχε τη δύναμη να υλοποεί
κάθε παρότρυνση της Θείας Ψυχής του.
Οι έρημοι κάμποι και αγροί
ξαναγέμισαν φρούτα και λουλούδια. Μα η σπορά είχε πια, ουράνια καταγωγή, έτσι
καθώς συνέλεγαν τις ηλιαχτίδες και τις έριχναν μέσα στη γη. Σύμφωνα με το λόγο
που έλεγαν και τη σκέψη τους εμφανιζόντουσαν οι καρποί που επιθυμούσαν. Καρποί
όμως που δεν είχαν ρίζα στη γη, αλλά αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι τους,
ουράνια κληματαριά που είχε τις ρίζες της στον ήλιο.
Τα σφάγια σταμάτησαν και το αίμα
έπαψε να τρέχει. Άνθρωποι και ζώα θα όδευαν μαζί στην εξέλιξή τους, αρμονικά
δεμένοι, καθώς τους δίδασκε με ποιο τρόπο το πρόβατο κι ο λύκος γίνονταν φίλοι
και πως με νέες τροφές της γης χόρταιναν τα θηρία.
Κι οι ρασοφόροι τι έργο έπαιζαν
αφού οι εκκλησίες είχαν μετατραπεί σε Μουσεία; Τους ανάγκασε κι αυτούς να
εκπαιδευτούν και τη νέα φάση της Αλήθειας να μάθουν. Απεσταλμένος Κυρίου δε
θεωρείτο πια όποιος είχε ιερατευθεί, αλλά όποιος έφερνε εμφανή σημεία Χάρης και
Θείας Εξουσίας. Όποιος ο Πατέρας απεσταλμένους Του είχε ορίσει.
Και τα Μυστήρια, ποιος τα τελούσε;
Μα, πάλι, όποιος την εκδηλωμένη Χάρη έφερνε κορόνα στο κεφάλι. Κι αναδείχτηκαν,
σιγά-σιγά, πολλοί μυσταγωγοί και λειτουργοί από τους κοσμικούς ανθρώπους. Όπως
και παλιά, πριν δυό χιλιάδες χρόνια...
Κανείς, τον πρώτο καιρό, δε σήκωσε
κεφάλι κι όλα κυλούσανε αρμονικά. Η χώρα μπήκε σε νέο ρυθμό. Όλοι αναγκάστηκαν
να βάλουν τα δυνατά τους και, σε λίγο, άρχισαν να φαίνονται οι πρώτοι, αγαθοί
καρποί. Ο τόπος μάλιστα, απόκτησε παγκόσμια προβολή κι ο Ιωάννης είχε γίνει η
μορφή της εποχής. Άρχισαν μάλιστα να τον καλούν και σ’ άλλες χώρες να τους
διδάξει τη νέα γραμμή. Για να γίνεται μάλιστα απ’ όλους κατανοητός, επέβαλαν η γλώσσα του να διδάσκεται στα σχολιά
τους.
Τα νέα γράμματα, το νέο φως ήταν
ελληνικό!
Μια μέρα, που εργαζότανε στο
Αρχηγείο, μια επιτροπή ζήτησε να τον δει. Ήταν από ξένη χώρα.
-
Σεβαστέ, του είπαν, θα θέλαμε να γίνετε αρχηγός και στη δική
μας χώρα. Οι δυο τόποι θα μπορούν σ’ έναν να ενωθούν κι ίσως, αργότερα, ν’
ακολουθήσουν κι άλλοι.
Στα χέρια τους κρατούσαν χρυσό και
την αυτοκρατορική σφραγίδα.
Ο Ιωάννης, δεν απάντησε αμέσως.
Αντίκρισε τις σκέψεις τους σκοτεινές, σαν μαύρα φίδια, ενώ η αχτινοβολία τους
είχε το χρώμα της στάχτης. Οι προθέσεις τους , λοιπόν, άνομες ήταν,
διαφορετικές από εκείνες που εκδηλώναν. Σκοπός τους να υποδουλώσουνε τη χώρα
του.
Πήρε στο’ να χέρι το χρυσό και στ’ άλλο τη σφραγίδα. Τα ζύγιασε, ήταν βαριά.
Τους είπε:
-
Κάντε μου το χρυσό αιώνιο και τη σφραγίδα Παντοκρατορική, και
τότε θα δεχτώ.
Εκείνοι τα έχασαν, αναστατώθηκαν.
Αντάλλαξαν βλέμμα απορίας και, τέλος ψέλισαν:
-
Μα αυτό δε γίνεται. Ο χρυσός είναι πολύτιμος μόνο στη γη κι η
αυτοκρατορική σφραγίδα έχει εξουσία κι ισχύ μόνο στον κόσμο τούτο. Όποιος
τ’ αποκτήσει όμως θα έχει δόξα αιώνια
και τιμή.
Ο Ιωάννης τους έδωσε πίσω το
χρυσό. Μόλις όμως τον πήρανε στα χέρια, αντίκρισαν ένα κομμάτι κάρβουνο μονάχα.
Τους επέστρεψε και τη σφραγίδα. Μια φούχτα σκόνη είχε απομείνει από αυτή.
-
Πώς θα έχω δόξα αιώνια, τους ρώτησε, αφού και τα δυό στάχτη
και σκόνη είναι; Πηγαίνετε! Δε θέλω να σας ξαναδώ.
Σαν έφυγαν, ήξερε πως είχε κάνει
κι άλλους εχθρούς. Από τους κρυφούς, από εκείνους που, αργότερα, θα ζητούσαν να
τον εξοντώσουν.
Είχε νυχτώσει πια και γύριζε στο
σπιτικό του. Αναστέναξε, καθώς μπήκε στο δωμάτιό του. Άλλωστε, τα χρόνια είχαν
αρχίσει πάνω του να βαραίνουν. Η ησυχία του είχε χαθεί και οι γήινες φροντίδες
τον είχαν ζώσει. Σαν σκέφτηκε όμως το μόχθο του «Εγώ Ειμί», κατάλαβε πως δεν
μπορούσε να διαφύγει από τις γήινες καταστάσεις που ζητούν ν’ απαλλοτριώσουν
την ψυχή. Έπρεπε μέσα στα στενά όρια του κορμιού και στο αλώνι της γης να
δουλέψει ακόμη και για να κερδίσει μια ουράνια, τιμημένη θέση.
Άφησε τις υπερβολικές φροντίδες
της Αγάθης και της γυναίκας να ξεσπάσουν πάνω του κι όταν τις βεβαίωσε πώς δεν
τις χρειαζόταν άλλο, έγειρε στο στενό κρεβάτι του να κοιμηθεί.
Χαλάρωσε κι απαλά, βγήκε από το σώμα. Πέταξε προς την επιτροπή που τον
είχε επισκεφτεί. Ταξίδευαν, κουβεντιάζοντας για κείνον.
-
Πρέπει να τον καταγγείλουμε, έλεγε ένας, πως μας έκλεψε το
χρυσό. Πώς θα επιστρέψουμε «αυτό» στους συναδέλφους μας; Κι έδειξε το κάρβουνο
που είχε μέσα σε χαρτί.
-
Ναι, πρέπει να τον καταγγείλουμε, συμφώνησε κι ένας άλλος.
Μπορώ να επιστρέψω σκόνη αντί για την αυτοκρατορική σφραγίδα; κι άπλωσε τη
φούχτα που σ’ ένα φάκελο την είχε τυλιγμένη.
Αν
πούμε την αλήθεια, θα μας περάσουν για τρελούς ή για απατεώνες! πετάχτηκε ο
τρίτος.
Ο
Ιωάννης σκέφτηκε πως αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα έφερνε καθυστέρηση κι ανωμαλία
στο έργο του στη γη. Μια πρόωρη κατακραυγή και, μάλιστα, για τέτοια αιτία, δε
θα είχε κανένα αποτέλεσμα.
Συγκέντρωσε,
λοιπόν, τη σκέψη του και, μεταλλάζοντας τις δονήσεις του κάρβουνου, το
μετάτρεψε αμέσως σε χρυσό. Το ίδιο έκανε και για τη σφραγίδα.
Δεν έμεινε άλλο. Η αποβλακωμένη έκφραση της
επιτροπής ήταν πολύ κουραστική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου